Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος


Ο μπάρμπα – Βαγγέλας ο Κολλιάκος ήταν ένας άνθρωπος που γλύκανε τη ζωή της Σπάρτης με την παρουσία του. Επί χρόνια πολλά, σπρώχνοντας ένα αυτοσχέδιο καροτσάκι με τέσσερις ρόδες ποδηλάτου, πάντα ασπροφορεμένος, γύριζε στους δρόμους, στις πλατείες και στις γειτονιές της Σπάρτης πουλώντας κουλουράκια, παστέλια, παγωτά, μαντζούνια, κ.α., ΟΛΑ δικές τους δημιουργίες .

Κι αν κάποια στιγμή νομίσαμε πως κάτι γλυκό που δοκιμάσαμε έμοιαζε μ’ εκείνο του μπαρμπα-Βαγγέλα, ΠΟΤΕ δεν δοκιμάσαμε κάτι που έστω να μοιάζει με τα μαντζούνια του. Η συνταγή τους δε σώθηκε γραμμένη πουθενά, όμως η μνήμη της οικογένειας του μπαρμπα-Βαγγέλα την έχει διασώσει σαν προφορική παράδοση .

Σύμφωνα μ’ αυτήν ο μπαρμπα-Βαγγέλας για κάθε 100 γραμμάρια νερό έβαζε 1 κιλό ζάχαρη, 1 κουταλιά της σούπας λεμόνι κι ανάλογη καραμέλα και χρώμα. Τοποθετούσε τα υλικά σε μια μεγάλη κατσαρόλα, την έβαζε σε σιγανή φωτιά, έβραζε κι ανακάτευε έως ότου το μείγμα να γίνει τόσο πηχτό, όσο του έλεγε η εμπειρία και η μαστοριά του. Στο μεταξύ δίπλα του είχε ετοιμάσει το τελάρο με τα τσιγαρόχαρτα. Ήταν ένα ξύλινο τελάρο γεμάτο τρυπούλες όσο η μύτη μιας πρόκας. Ο μπαρμπα-Βαγγέλας και οι «βοηθοί του» έστριβαν τετράγωνα άσπρα τσιγαρόχαρτα σε μικρά χωνάκια και τα τοποθετούσαν ανάποδα, με τη μύτη προς τα κάτω, μέσα στις τρύπες του τελάρου. Κατόπιν ο μπαρμπα-Βαγγέλας έπαιρνε με ένα κουτάλι, από την κατσαρόλα, το ζεστό και ρευστό ακόμα μείγμα και γέμιζε προσεχτικά τα χωνάκια. Το γέμισμα ήταν μια δουλειά που έπρεπε να γίνει γρήγορα πριν κρυώσει το μείγμα και σκληρύνει. Στη συνέχεια έπαιρνε μικρά καλαμάκια που ήταν ετοιμασμένα σε άλλο χρόνο και τα έμπηγε μέσα στα γεμάτα χωνάκια ώστε τα μαντζούνια να έχουν λαβή για να τα πιάνεις και να τα γλείφεις . Όταν τα μαντζούνια κρύωναν, φορτώνονταν κι αυτά στο καρότσι, όπως ήταν με το τελάρο τους, σαν κατωκέφαλες, κλειστές, μικρές, άσπρες ομπρελίτσες ή τα έβαζε σε «ταβλά» του χεριού όταν δούλευε στα μαγαζιά γύρω από την πλατεία.

Τα μαντζούνια του μπαρμπα-Βαγγέλα ήταν η αγαπημένη λιχουδιά των παιδιών ( άρεσαν όμως και σε πολλούς μεγάλους) αφού εκτός από τη γλύκα και τη νοστιμάδα τους ήταν ΚΑΙ φτηνά και ο κάθε πιτσιρίκος που έτρεχε στο καρότσι του μπαρμπα - Βαγγέλα σαν άκουγε τη φωνή του στη γειτονιά, μπορούσε να πάρει τουλάχιστον ένα μαντζούνι με το τις πενταροδεκάρες και τα πενηνταράκια που είχε για χαρτζιλίκι στην τσέπη του. Αλλά κι αν δεν είχε «δεκάρα τσακιστή», ο μπαρμπα-Βαγγέλας τον φίλευε ένα μαντζούνι και του χάιδευε στοργικά στο κεφάλι για να μην είναι παραπονεμένος .

Για να φας ένα μαντζούνι του μπαρμπα-Βαγγέλα χρειαζόταν μια τεχνική που τη μάθαινες μέσα από την εμπειρία : Επειδή το τσιγαρόχαρτο ήταν κολλημένο σφιχτά πάνω στο μαντζούνι και δεν ξεκολλούσε εύκολα, έπρεπε πρώτα να το βρέξεις κάτω από τη βρύση ή να το σαλιώσεις όσο να μαλακώσει. Ύστερα με τα δόντια , σαν τρωκτικό , απογύμνωνες το μαντζούνι απ’ το χαρτί , φτύνοντας κάθε κομματάκι που ξεκόλλαγες, και μετά άρχιζες το γλείψιμο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μπροστά στη γλύκα του μαντζουνιού γινόσουν τόσο βιαστικός και απρόσεχτος ώστε κομμάτια του χαρτιού κατέληγαν στο στομάχι σου πνιγμένα στη γλύκα του μαντζουνιού. Αφού, λοιπόν, ξεγύμνωνες το μαντζούνι από το χαρτί, το έχωνες στο στόμα κι άρχιζες να το πιπιλάς και να το γλείφεις . Αυτό ζεσταινόταν και σιγά – σιγά γινόταν μαλακό και μπορούσες ακόμα να το μασουλάς σαν τσίχλα, κομμάτι-κομμάτι, ώσπου να λιώσει τελείως και να απομείνει το καλαμάκι γυμνό στο στόμα σου. Τα κορίτσια , που είχαν τρόπους, κρατούσαν το μαντζούνι από το καλαμάκι και το έγλειφαν σεμνά και προσεχτικά. Αντίθετα οι γαβριάδες της γειτονιάς, για να έχουν τα χέρια τους ελεύθερα στα ατέλειωτα παιχνίδια τους, είχαν συνέχεια το μαντζούνι μπουκωμένο στο αριστερό ή το δεξιό μάγουλο , που φούσκωνε χαρακτηριστικά λες και είχαν κάποιο δόντι πρησμένο, κι έτσι απολάμβαναν συνεχώς και αδιαλείπτως την ανείπωτη γλύκα του μαντζουνιού, χωρίς να χρειάζεται να σταματούν το παιχνίδι. Όταν μάλιστα σωνόταν το μαντζούνι, αυτοί συνέχιζαν να κρατάνε το καλαμάκι στην άκρη των χειλιών, έτσι όπως έβλεπαν να κάνουν οι μεγάλοι με τα τσιγάρα τους .

Αλλά και οι μεγάλοι, ακόμα και οι γέροι και οι γριές, υπέκυπταν στον πειρασμό κι έγλειφαν κι αυτοί, στη ζούλα, τα μαντζουνάκια του μπαρμπα-Βαγγέλα αγνοώντας το «ζάχαρο» ή τον κίνδυνο να κολλήσει η μασέλα πάνω στο μαντζούνι. Μπρος στη γλύκα… !!! Επειδή, μάλιστα, ντρέπονταν, κοτζάμ άνθρωποι, να πάνε κοντά στο καρότσι του μπαρμπα-Βαγγέλα μαζί με τα πιτσιρίκια, έδιναν ένα φράγκο στο εγγόνι και του λέγανε :

-Να , ρε ! Πήγαινε να πάρεις μαντζουνάκι και …πάρε μου και μένα ένα !!!

Γλυκιές «αμαρτίες» …γλυκιές εποχές … γλυκείς άνθρωποι !!!

*Ο μπαρμπα-Βαγγέλας ο Κολλιάκος γεννήθηκε το 1902 στη Σπάρτη. Δούλεψε σκληρά από παιδί μέσα στους δρόμους σαν μικροπωλητής ζαχαρωτών , ξηρών καρπών , παγωτών , αναψυκτικών κ.α.

Παντρεύτηκε την Ελισάβετ Γιαγιάκου από τα Τάλαντα Μονεμβασίας κι έκανε έξι παιδιά .

Πέθανε στα τέλη του Νοέμβρη 1981 , στο νοσοκομείο Σπάρτης, όπου είχε διακομισθεί μετά από τροχαίο που συνέβη στην οδό Γυθείου:

Ένα ΙΧ που ερχόταν από την Αθήνα , έφυγε από την πορεία του και χτύπησε τον μπαρμπα-Βαγγέλα την ώρα που με το καρότσι του επέστρεφε από εκδρομή στην Καλογωνιά μαζί με τους μαθητές του Γυμνασίου .

Η Σπάρτη δεν θα τον ξεχάσει ποτέ .

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr