Γράφει ο Παναγιώτης Β. Τζουνάκος

Το χωριό είναι χτισμένο στη νοτιανατολική πλευρά ενός λόφου σε υψόμετρο 400 και έχει σχήμα ανάποδου Ζ. Με το πρόγραμμα «Καλλικράτης» εντάχθηκε στο Δήμο Ανατολικής Μάνης. Απέχει από το Γύθειο 23 χιλ. και 50 χιλ. από τη Σπάρτη. Σε 15 χιλ. ασφαλτοστρωμένου δρόμου από το χωριό, στην κορυφογραμμή του Ταϋγέτου δεσπόζει η Ι. Μ. της Παναγίας της Γιάτρισσας (γιορτάζει 8 Σεπτέμβρη), που οδηγεί στη συνέχεια στα χωριά της Μεσσηνιακής Μάνης.

Παλιότερα η ευρύτερη περιοχή ονομαζόταν Μελιτίνη (σήμερα Μελιτίνη ονομάζεται το χωριό πρ. Ζελίνα) από τη λέξη μέλι, καθότι παρήγαγε σχεδόν τα πάντα. Στη σημερινή εποχή η παραγωγή έχει επικεντρωθεί στο εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο με τη μοναδική γεύση και άρωμα που οφείλονται στη μορφολογία και την ποιότητα του εδάφους, την κατωφέρεια, τις αναβαθμίδες και το ιδανικό υψόμετρο, που ευνοούν ιδιαίτερα την ανάπτυξη και την απόδοση των ελαιοδέντρων.

Σε απόσταση 1 χιλ. από το χωριό σε κορυφή τελείως απρόσιτη και απροσπέλαστη βρίσκεται το ονομαστό κάστρο της Μπαρδούνιας με μοναδική είσοδο από την τοξωτή πύλη, τη στέρνα με το νερό (υπάρχει και σήμερα) και τα σπίτια που διέμεναν οι εκάστοτε κάτοικοι. Οι λιγοστές ιστορικές αναφορές και τα αρχιτεκτονικά στοιχεία μαρτυρούν ότι χτίστηκε από τους Βυζαντινούς γύρω στο 10ο αιώνα. Μετά το 1204 πέρασε στην κατοχή των Φράγκων και κατά το τέλος του 13ου αιώνα περιήλθε στη δικαιοδοσία του Δεσποτάτου του Μοριά και από το 1715 στους Τούρκους. Στις αρχές της Ελληνικής επανάστασης του 1821 οι Τούρκοι αποχώρησαν. Χρησιμοποιήθηκε για τελευταία φορά από τους Έλληνες το 1825 για άμυνα απέναντι στον Ιμπραήμ, όταν επιχείρησε να εισβάλει στη Μάνη. Το 1958 μεταφέραμε τη σορό του τελευταίου κάτοικου Γιώργου Βαρζακάκου (Μπάρα). Είναι επισκέψιμο, με έντονα βέβαια τα σημάδια του χρόνου και της εγκατάλειψης, ώστε να θυμίζει τις γενιές που έζησαν, αγωνίστηκαν και δημιούργησαν σε αυτόν τον τόπο.

Λόγω του ιδιαίτερου κλίματος είχε επιλεγεί και ήταν η έδρα της παιδικής κατασκήνωσης, η οποία για δυο χρόνια (1955 και 1956) λειτούργησε στη πλατεία του χωριού και από το 1957 ως τον Ιούλιο του 1974 – με τη γενική επιστράτευση σταμάτησε και δεν ξαναλειτούργησε – στις σύγχρονες για την εποχή εγκαταστάσεις σε έναν ιδανικό πευκόφυτο τόπο σε απόσταση 2 χιλ. από το χωριό. Αναπτυσσόταν σε δυο περιόδους κάθε καλοκαίρι Ιούλιο και Αύγουστο με 25 ημέρες την κάθε περίοδο με αγόρια και κορίτσια μαζί της ηλικίας του Δημοτικού σχολείου. Με 4 θαλάμους των 50 κρεβατιών ο καθένας και πολλές άλλες εγκαταστάσεις, μαγειρεία, εστιατόριο, τουαλέτες κ.λπ., αλλά και γεννήτρια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Φιλοξενούσε παιδιά από μια ευρεία περιοχή της Λακωνίας που έφτανε μέχρι τη Νεάπολη Βοιών. Σε μια σχετικά πρόσφατη επίσκεψή μου βρήκα ένα αλουμίνιο κύπελλο, με το οποίο τα παιδιά έπιναν το γάλα τους, που επάνω ήταν χαραγμένη η λέξη Βρονταμάς.

Σε απόσταση 2 χιλ. από το χωριό ρέει ο φημισμένος ποταμός Σμήνος – γνωστός από την αρχαιότητα για τη γλυκύτητα των νερών του, όπως αναφέρει ο Παυσανίας στα Λακωνικά – ο οποίος πηγάζει από την περιοχή της Αγίας Μαρίνας στους πρόποδες του Ταϋγέτου, εκβάλλει στον κόλπο του Μαυροβουνίου και υδροδοτεί ένα μεγάλο μέρος της ανατολικής Μάνης. Δεκατρείς αλευρόμυλοι λειτουργούσαν στις όχθες του – ο τελευταίος μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 60 – με σιτάρια που έφταναν με τα ζώα από την ευρύτερη περιοχή της Μάνης. Εκεί, στην περιοχή των «Μύλων» περάσαμε τα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων μέσα στους πορτοκαλεώνες και τους μεγάλους κήπους, στις δέσεις* του Λαγού και του Τσαούση μάθαμε μπάνιο παρέα με τα βατράχια και τα νερόφιδα και με τις φάκλες** ψαρεύαμε καβούρια και χέλια τη νύχτα. Μέχρι και περιφερόμενοι μανάβηδες είχαμε γίνει πηγαίνοντας με το γαϊδούρι από κακοτράχαλους δρόμους φρέσκα λαχανικά σε διπλανά χωριά. Τώρα οι δρόμοι είναι ασφαλτοστρωμένοι με νέο γεφύρι (παράκαμψη του παλιού). Πανηγύρια, τραγούδια, αλλά και έρωτες έλαβαν χώρα κάτω από τις φυλλωσιές, τα τεράστια πλατάνια και τις ιτιές με πιο τρανταχτή την περίπτωση του εργολάβου που είχε έλθει από τη Σπάρτη για επισκευή του γεφυριού, που ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε μια από τις τρεις κόρες της κυρα-Μαριώς που ήταν μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής.

Περιηγητή, επισκέπτη: Αν βρεθείς κοντά στη μικρή αυτή περιοχή, πέρασε από το χωριό με την πλούσια ιστορία. Θα παρκάρεις άνετα το αυτοκίνητό σου στη μεγάλη πλατεία, θα φας καλά και φθηνά και, αν θέλεις, μπορείς να διανυκτερεύσεις στους ξενώνες. Αφού ενημερωθείς από τους παλιότερους για τη δράση των αντάρτικων ομάδων απέναντι στις οργανωμένες επελάσεις των Γερμανών κατακτητών, επισκέψου το κάστρο που θα σε πάει πολύ μακριά, την κατασκήνωση που κάποτε έσφυζε από ζωή με τις φωνές και τα τραγούδια των παιδιών, αλλά και τον ποταμό, όπου μέσα από το θρόισμα των πλατανόφυλλων και τα κελαηδήματα των πουλιών θα βρεθείς σε μαγευτικό τοπίο. Βγάλε τα παπούτσια σου, σήκωσε με τα χέρια πέτρες στο ποτάμι και θα αντικρίσεις από κάτω τα καβουράκια να τρέχουν με προταγμένες τις δαγκάνες τους. Και αφού πιεις νερό από τη φυσική βρύση, πάρε το δρόμο για το μοναστήρι της Γιάτρισσας, όπου θα απολαύσεις την υπέροχη θέα με τις δυο θάλασσες, του Γυθείου και της Καρδαμύλης. Έτσι ολοκληρωμένος, φορτωμένος, πιο σοφός θα έχεις προσεγγίσει ένα μικρό κομμάτι της ιστορίας που είναι ανεξίτηλα γραμμένο και αντανακλά τις προσπάθειες, τους αγώνες και τον τρόπο ζωής κοντινών μας ανθρώπων. Εμείς ζούμε με τις αναμνήσεις που έχουν αποτυπωθεί στην ψυχή μας και ευχαριστούμε την τύχη που μας έφερε να μεγαλώσουμε στον ξεχωριστό και μοναδικό αυτό τόπο.

*Δέση: Τεχνιτή ή φυσική λίμνη του ποταμού.
**Φάκλες: Δεμάτια με ξερά καλάμια που καίγονταν στην άκρη και φώτιζαν τη νύχτα για ψάρεμα στο ποτάμι.
Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο περιέχεται στο ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ 2018 των εκδόσεων ΙΔΙΟΜΟΡΦή.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr