Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Μια γιαγιά είναι μόνο . Δηλαδή , η Πλάση όλη . Από ξένο μέρος και αλαργινό . Τα τεράστια και άδικα κύματα της ζωής της την έφεραν στον τόπο μας . Μαζί με παιδιά και εγγόνια . Κάθε πρωί τα παιδιά πάνε στη δουλειά . Η Γιαγιά συγυράει το σπίτι , μαγερεύει , πλένει , σκουπίζει …. Το μεσημέρι , με ήλιο και βροχή , με ζέστη και με κρύο , είναι έξω από το σχολείο . Για να πάρει το εγγόνι της . Κάθεται υπομονετικά στα απέναντι σκαλοπάτια . Το πιο πολύ έχει το κεφάλι σκυφτό . Σκέφτεται . Τις δυσκολίες της κάθε μέρας ; Τη μακρινή πατρίδα ; Το «αύριο» το χαμένο μες στην ομίχλη ; Ποιος μπορεί να ξέρει ;
Όταν χτυπήσει το κουδούνι για το σχόλασμα τινάζεται πάνω η Γιαγιά και τρέχει προς τα σκαλοπάτια της πόρτας του σχολείου . Σαν βλέπει το εγγόνι της , τα μάτια της αστραποβολούν κι ανθίζει το πρόσωπό της . Ανοίγει μια αγκαλιά τεράστια και το κλείνει μέσα . Το φιλά σταυρωτά δυο φορές στα μάγουλα και μια στο κεφαλάκι του . Μετά φορτώνεται τη βαριά την τσάντα για να το αλαφρώσει , το πιάνει από το χέρι και παίρνουν το δρόμο για το σπιτικό τους .
Ξέρω πως οι ρίζες του δέντρου της ζωής της Γιαγιάς έχουν πολλή πίκρα . Οι καρποί του όμως είναι γεμάτοι γλυκούς χυμούς .
Κι αυτό , τελικά , έχει σημασία στη ζωή :
Να κάνεις και να γεύεσαι καρπούς γλυκούς , καρπούς Αγάπης .