Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

Οσονούπω, ξεκινούν οι εισαγωγικές εξετάσεις για τα Ανώτερα και Ανώτατα Ιδρύματα της χώρας. Τα παιδιά μας, το μέλλον τούτου του ταλαιπωρημένου τόπου θα διεκδικήσουν μια θέση στο ΑΕΙ ή ΤΕΙ της προτίμησης τους για να μορφωθούν και να συνεχίσουν την πορεία του στην ζωή. Διαλέγουν όμως πάντοτε τα παιδιά μας τις σπουδές που τα αντιπροσωπεύουν, τις σπουδές που θα ήθελαν να ακολουθήσουν, τις σπουδές που αγαπούν; Ή μήπως υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό που το μόνο για το οποίο παλεύει, είναι το όνειρο της μάνας ή του πατέρα του;

-Δικηγόρος θα γίνεις. Δεν το συζητώ. Δεν το διαπραγματεύομαι. Τι θα γίνει το γραφείο που με τόσο κόπο έφτιαξα μια ζωή; Με τούτο σε μεγάλωσα, με τούτο σου έδωσα τα πάντα. Τι θα γίνει; Θα ρημάξει;. Δεν νομίζω πως θα με κακοκαρδίσεις. Δεν θα χαλάσεις το χατίρι του πατέρα σου! Εσύ είσαι καλό παιδί.

Και η κόρη, που ψυχολόγος ήθελε να γίνει όσο τίποτα άλλο στην ζωή της, δίνει εξετάσεις στην Νομική.

-Τι είπες θέλεις να σπουδάσεις; Γεωπόνος; Αγαπάς την γη; Θα ασχοληθείς με τα χωράφια του παππού; Δεν είμαστε καλά. Τι σαχλαμάρες είναι αυτές που ακούω η έρμη μάνα; Ο δικός μου ο γιός θα γίνει γιατρός και τίποτε άλλο. Γιατρό εγώ σε ονειρεύομαι από την ώρα που σε γέννησα. Σε γέννησα και σε μεγάλωσα και δεν σου έλειψε τίποτα για να σε δω στα χωράφια Γεωπόνο; Ε, όχι. Γιατρός θα γίνεις οπωσδήποτε. Και αν δεν τα καταφέρεις εδώ υπάρχει και το εξωτερικό. Λεφτά υπάρχουν.

Και μην μπορώντας να αντιπαλέψει την …κατασταλαγμένη, ως τον επαγγελματικό προσανατολισμό του γιού της, μάνα ξεκινάει τον αγώνα για την κατάκτηση του λειτουργήματος της Ιατρικής.

-Εγώ τον Γιάννη μου θα τον κάνω Μηχανικό. Θα πάει στο Πολυτεχνείο και θα γυρίσει να χτίζει σπίτια και μαγαζιά. Τα κορίτσια μου δεν χρειάζεται να σπουδάσουν. Αλλά ο Γιάννης θα γίνει μηχανικός.

Κανένας δεν ρώτησε τον Γιάννη, όχι μόνο αν θέλει, αλλά και αν μπορεί να αντιμετωπίσει τις αξιώσεις μιας τόσο δύσκολης Σχολής. Το ότι κάθε σχολική χρονιά βρισκότανε στην λίστα των μετεξεταστέων λίγο προβλημάτιζε τους γονείς του.

Δεν είναι τωρινό το φαινόμενο. Απλά με την πάροδο του χρόνου, διαφοροποιούνται οι …απαιτήσεις των γονιών από τα παιδιά τους. Μερικές φορές μάλιστα ο ουδέτερος παρατηρητής βλέπει πως αυτά τα όνειρα που έχουν κάνει, ερήμην τους, δεν συμβαδίζουν με τις πραγματικές τους δυνατότητες. Η ιστορία του, ας τον πούμε, Δημήτρη, είναι αληθινή, χαρακτηριστική και διαχρονική.

Ο Δημήτρης, γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα όμορφο χωριό του Ταΰγετου. Μοναχοπαίδι που οι γονείς του τον είχαν τον τρόπο τους. Όταν τελείωσε το δημοτικό, ήρθε στην πόλη για να συνεχίσει στο Γυμνάσιο. Σε μια εποχή που δεν υπήρχε συχνή συγκοινωνία από και προς τα χωριά, οι γονείς του ενοικίασαν ένα δωμάτιο σε ένα σπίτι κοντά στο Γυμνάσιο Αρρένων. Και εκεί που κάθε μαθητής από χωριό έμενε μόνος στο δωμάτιο μέσα στην οικογένεια (τις περισσότερες φορές), τον Δημήτρη τον ακολούθησε και η μάνα του και εγκαταστάθηκε στην πόλη. Και φυσικά τον πήγαινε από πίσω και δεν τον άφηνε να ανασάνει.

Μέτριος μαθητής στα περισσότερα μαθήματα και ανεπίδεκτος μαθήσεως στα Φυσικομαθηματικά, ο Δημήτρης έγινε η χαρά των Φροντιστών. Σε μια εποχή που η δουλειά γινόταν στο σχολείο και ήταν και λίγο ντροπή το να πηγαίνει ο μαθητή σε Φροντιστήριο, εκείνος έκανε την διαφορά και έγινε μόνιμος θαμώνας φροντιστηρίων. Κουτσά-στραβά, με χίλια ζόρια και μπόλικο χρήμα, ο Δημήτρης τέλειωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο.

Από όταν πήγε στην Πέμπτη Γυμνασίου, η μάνα του πήρε την οριστική απόφαση για τον επαγγελματικό προσανατολισμό και την καταξίωση του γιού της στην τοπική κοινωνία . Γιατρό τον ήθελε και για γιατρός θα πήγαινε. Το ότι ο Δημήτρης αγαπούσε τα αυτοκίνητα δεν το συζητούσε η μάνα. Φορτηγατζής ο πατέρας, και ο γιός από την ώρα που άρχισε να καταλαβαίνει, ένα αυτοκίνητο υπήρξε η ζωή του, η χαρά του, το παιγνίδι του, το όνειρο του. Έβλεπε από μακριά τον χωματόδρομο του χωριού του ένα αυτοκίνητο να έρχεται και μπορούσε να σου πει την μάρκα, το μοντέλο και το πρόβλημα που είχε, αν είχε. Μηχανικός ήθελε να γίνει, να γιατρεύει αυτοκίνητα αλλά η μάνα του τον ήθελε γιατρό να γιατρεύει ανθρώπους.

Έδωσε λοιπόν, στην Πάτρα όπως συνέβαινε εκείνη την εποχή, εξετάσεις που στέφτηκαν όπως ήταν αναμενόμενο, με πλήρη αποτυχία. Μετακόμισαν, μάνα και γιός,(δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσει μόνο) στην Αθήνα για φροντιστήριο όλον τον επόμενο Χειμώνα. Φυσικά ξαναέδωσε εξετάσεις με αντίστοιχη αποτυχία με την πρώτη. Με την μόνη διαφορά πως έκανε όλον τον Χειμώνα κοπάνες από το Φροντιστήριο στην Σόλωνος και έγινε εξπέρ στο τάβλι. Έμαθε και κάτι καλά. Δεν πήγε στράφι όλος ο …αγώνας. Μετά και την δεύτερη αποτυχία, ξύπνησε η μάνα του Δημήτρη και αποχαιρέτισε το όνειρο της να γίνει <<μάνα γιατρού>>

Και εγένετο μεταπολίτευση. Και βρέθηκε συγγενής που ήξερε καλά κομματάρχη που με σχετικό …διάφορο κατάφερε να διορίσει τον Δημήτρη στην Αστυνομία. Εδώ αποχαιρέτησε ο Δημήτρης το όνειρο του.

Στην θέση του, ας τον πούμε Δημήτρη, έχουν βρεθεί, βρίσκονται και θα βρεθούν, δυστυχώς, μια στρατιά ανθρώπων, που αντί να παλεύουν για τα δικά τους όνειρα, βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε εκείνα των γονιών τους.

Με αυτή την …οικογενειακή νοοτροπία έχει γεμίσει ο τόπος από επιτυχημένους-δυστυχείς.

Με αυτόν τον προβληματισμό ας ευχηθούμε σε όλα τα παιδιά που θα ριχτούν στην μάχη των Πανελληνίων, καλή επιτυχία και να ακολουθήσουν τα δικά τους όνειρα!

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr