Γράφει ο Ηλίας Μπόνος

ΣΠΑΡΤΗ. Είναι γνωστό ότι κάθε Μητροπολίτης από τη στιγμή της ενθρονίσεώς του έως την στιγμή της κοιμήσεώς του, είναι πολίτης της Μητροπόλεώς του. Δεν χρειάζεται η τυπική διαβεβαίωση των δημοτολογίων. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν Μητροπολίτες, όπως ο Σεβασμιώτατος κ. Ευστάθιος, οι οποίοι, λόγω κι έργω, δηλώνουν πολίτες του τόπου που υπηρετούν και διακονούν.
Ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης κ. Ευστάθιος, επί πολλές δεκαετίες είναι ο αδιαμφισβήτητος ποιμένας της Μητρόπολης του και της κοινωνίας της. Φρόντισε να το «μαρτυρήσει» γι’ αυτό. Ταυτισμένος, όσο κανείς άλλος με την κοινωνία, έχει πλέον εξ αρχής διαμορφώσει ήθη - ακόμα κι έθιμα - σε Σπάρτη και Μονεμβάσια και πάνω απ’ όλα έχει συνδυαστεί με τον όνομα Σπάρτη, όσο λίγοι ηγέτες τον τελευταίο αιώνα.

Η λειτουργία των Ιερών Ναών και Μονών, των Ιδρυμάτων της Μητροπόλεως και ο ρόλος του Κλήρου στη γεωγραφική ενότητα της Μητροπόλεως έχει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του Μητροπολίτη κ. Ευσταθίου.
Η ανακήρυξη του σε επίτιμο Δημότη της Σπάρτης είναι μεν μια κίνηση απόδοσης τιμής αλλά δεν είναι ούτε εύστοχη, ούτε αναγκαία. Τουλάχιστον τόσο όσο αρμόζει στο συγκεκριμένο πρόσωπο.

Το ελληνικό λεξικό αναφέρει:
επίτιμος < αρχαία ελληνική ἐπίτιμος
Aυτός που έχει κάποιον τίτλο, ο οποίος του αποδόθηκε τιμητικά, αλλά όχι και τα αντίστοιχα καθήκοντα ή δικαιώματα.

Ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης δεν μπορεί να είναι επίτιμος Δημότης στην πόλη στην οποία είναι ήδη διακεκριμένος δημότης. Δεν είναι «ξένος», δεν είναι «άλλος», δεν είναι «φίλος» δεν είναι «λάτρης», δεν είναι «ευεργέτης», δεν είναι «δωρητής» ή «χορηγός» της Σπάρτης. Είναι αυθεντικός Σπαρτιάτης, όσο λίγοι.
Άλλωστε ποιός διαφωνεί ότι αν δεν υπήρχε ο συγκεκριμένος, συνθετικός και καταπραυντικός, θρησκευτικός ηγέτης – δημότης, πολλά δεινά και πολλές αρρυθμίες θα ταλάνιζαν ακόμα και την πολιτική και κοινωνική ζωή της πόλης;

Είναι τουλάχιστον επιπόλαιη και σίγουρα άστοχη η ανακήρυξή του σε επίτιμο δημότη.
Αν η πόλη της Σπάρτης είχε ένα μετάλλιο (και απορώ γιατί η Σπάρτη δεν έχει ακόμα) θα ήταν ορθό να του αποδοθεί. Θεωρώ ότι ειδικά γι΄ αυτόν θα έπρεπε να χαραχθεί το Μετάλλιο της πόλης και να του αποδοθεί, το πρώτο.
Αν το Δημοτικό Συμβούλιο ήθελε, θα μπορούσε να προβεί σε Πράξη Αναγνώρισης με Απόφαση Ολομέλειας και Ομόφωνη που θα τεκμηριώνει την αντίληψη και συνείδηση του Σώματος για την Αποστολή και τον Βίο του Μητροπολίτη κ. Ευσταθίου.
Αντίθετα συχνά, στο παρόν Δημοτικό Συμβούλιο, ανταλλάσσονται άκρως προσβλητικές θέσεις και άδικες ρήσεις, εις βάρος της Εκκλησίας.

Η ανακήρυξη του Μητροπολίτη κ. Ευσταθίου σε επίτιμο δημότη Σπάρτης δεν βλάπτει. Γράφει όμως μια συγκεχυμένη και πρόχειρη παράγραφο στη Ιστορία της ιστορικής πόλης.
Η ευγένεια ψυχής και ευρύτητα αντίληψης του κ. Ευσταθίου, που αποδέχεται την ανακήρυξη σε επίτιμο δημότη, δεν σημαίνει αυτόματα ότι αυτός είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος για να αναγνωρίσει ο Δήμος Σπάρτης τη συμβολή του Μητροπολίτη και να αποδώσει την οφειλόμενη τιμή.
Αναρωτιέμαι: Γιατί θα πρέπει προκειμένου να τιμήσουμε τον κ. Ευστάθιο, να τον καταστήσουμε μη δημότη της πόλης, Αυτής της πόλης που έχει οικόσημο την σφραγίδα της καθημερινής παρουσίας και διακονίας του;

Αδυναμία, ανεπάρκεια και βιασύνη δείχνει η απόφαση του Δήμου και των αιρετών. Αν ακολουθούσαν τον τύπο θα έπρεπε να γνωρίζουν τι σημαίνει: επίτιμος δημότης. Αν πάλι εμπνεόταν από την ουσία θα επιβαλλόταν κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό. Ανάλογο. Ακόμα και η ανακοίνωση στο Σώμα της πρόθεσης - απόφασης δεν επιτρέπεται να γίνεται μαζί με άλλον επίτιμο δημότη. (Πακέτο;)

Κανείς δεν κρίνει την ανάγκη των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου να κάνουν κάτι για τον Μητροπολίτη. Η ανάγκη τους όμως δεν έχει το ακαταλόγιστο. Εκπροσωπούν έναν θεσμό που δίνει αξία (ή δεν δίνει) σε αυτόν που αποδέχεται την τιμή. Γιατό τόσο βιασύνη; Ποιά απειλή, ποιά παράμετρος ή ποιά αντιγραφή σπρώχνει τα γεγονότα;

Η πρωτοβουλία του Δήμου και του Δημοτικού Συμβουλίου ομοιάζει με την εξής ιστορία:
«Ο νεαρός γιός της οικογένειας, αφού έχει διανύσει όλες τις διαδρομές αμφισβήτησης και ανατροπής, των δεδομένων και των κεκτημένων, επιστρέφει ενήλικας στο πατρικό σπίτι. Εκεί τον περιμένει στωϊκά ο ηλικιωμένος πατέρας που έχει φροντίσει ο γιός να αισθάνεται άνετα και σίγουρα. Ο γιός, ενσωματώνεται και πάλι στην οικογένεια, συναισθάνεται το σφάλμα του, συμμετέχει όλο και πιο πολύ στην οικογενειακή ζωή και συνθήκη. Κάποια στιγμή, έχοντας νιώσει την απόλυτη ασφάλεια και αναγνώριση ο γιός σκέπτεται να ανταποδώσει στον πατέρα το καλό. Αποφασίζει λοιπόν να ονομάσει τον πατέρα «κύριο» του σπιτιού δίνοντάς του μάλιστα επίχρυσο το κλειδί της κεντρικής πόρτας. Καλεί κόσμο και οργανώνει γιορτή γι΄αυτό.
Ο πατέρας, παρακολουθώντας με ηρεμία, τα αποδέχεται χαμογελώντας ελαφρά και λέγοντας στον γιό:

«Παιδί μου αυτό που θέλω από εσένα για να νιώθω ευτυχής και «κύριος» είναι: να είσαι πραγματικά τίμιος, δίκαιος συνετός, συνεπής και καλοπροαίρετος άνθρωπος. Από έναν τέτοιο άνθρωπο μπορώ να δεχθώ όχι μόνο τιμή αλλά και προσβολή».