Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Καμιά φορά , δεν είναι απαραίτητα κακό «να κατεβαίνεις χαμηλά» . Αν , π.χ. , κατεβείς στο υπόγειο , παλαιό μαγέρικο του «Λάμπρου» , στη Σπάρτη , ΜΟΝΟ καλό μπορείς να προσμένεις . Έτσι , λοιπόν , εκείνο το πρωινό «κατέβηκα κι εγώ χαμηλά» . Είχε πατσά ζεστή , είχε και καλό κρασί ! Δυο πελάτες ήμασταν σε χωριστά τραπέζια … τρώγαμε κι οι δυο πατσά . Ανοίγει η πόρτα , κατεβαίνει κι ένας τρίτος. Γεράκος ήταν , με μια τσάντα ψώνια στο χέρι , με κασκέτο ναυτικό , μελαχρινός , με μαύρο (ακόμα) μουστάκι και μύτη ελληνική , με πρόσωπο βράχο , σκαμμένο από τα κύματα της ζωής . Στέκεται μπροστά στη βιτρίνα του μαγέρικου :

-Τι έχει ;

-Σπανακόρυζο , μακαρόνια , μοσχαράκι κοκκινιστό , γίγαντες , κοτόπουλο ψητό με πατάτες , χόρτα , ψαράκια , φασολάδα , πατσά …., του λέει ο Βασίλης ενώ ο αδερφός του o Λευτέρης σφουγγίζει τη βιτρίνα , από τα μέσα , για να καθαρίσει από τους αχνούς και να φαίνονται καλύτερα οι κατσαρόλες και τα ταψιά με τα φαγητά !

-Καλά είναι όλα … αλλά βλαβερά λέει ο γιατρός , απαντάει στωικά ο γεράκος . Εγώ γίγαντες ήθελα , αλλά ο γιατρός είπε όχι πολλή σάλτσα …

-Ό,τι θες εσύ , του απαντάει ο Βασίλης .

-Βάλε μου μια φασολάδα ΚΑΙ ΟΠΟΥ ΒΓΕΙ, καταλήγει το γεροντάκι και πιάνει τραπέζι !

«Και όπου βγει!!!» . Τρεις κουβέντες… μια κατασταλαγμένη φιλοσοφία Ζωής :

Τι να την κάνεις μια Ζωή στερημένη από τις μικροχαρές της ; Τι να την κάνεις μια Ζωή πνιγμένη στη γκρίζα συννεφιά κι από πάνω της να ξέρεις πως υπάρχει γαλάζιο και ηλιοφώς ; Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΙΓΜΕΣ ! Αισθάνσου πως ζεις και υπάρχεις!! Βρες την ευτυχία και τη χαρά της ζωής στα απλά και τα καθημερινά πράγματα. Ζήσε τις μικροχαρές ΚΑΙ …ΟΠΟΥ ΒΓΕΙ !!!

Του ’φερε ο Βασίλης την αχνιστή φασολάδα με τα μελωμένα φασόλια και το μπόλικο σέλινο και το καρότο , μαζί και δυο φέτες φρέσκο ψωμί . Σηκώθηκε ο γεροντάκος , έβγαλε το κασκέτο του το ναυτικό , έκανε τρεις φορές το Σταυρό του (!!!) και κάθισε . Έστιψε λεμονάκι , ρούφηξε μια κουταλιά ζουμί , αναστέναξε βαθιά ! Πήρε μια κουταλιά φασόλια κι άλλη μια από κοντά . Έκοψε τη μια φέτα το ψωμί , τη βούτηξε μέσα στο ζουμί της φασολάδας , τη μάσησε , έφαγε από κοντά και μια κουταλιά !

Ήξερε να τρώει το γεροντάκι : Αν ρίξεις το ψωμί μπουκιές μέσα στη φασολάδα , θα παπαριάσει . Αν όμως βουτάς μέσα τη μπουκιά του φρέσκου ψωμιού και τη ροκανίζεις , έτσι , τραγανιστή ακόμα , νοστιμεμένη από το ζουμί , κι από κοντά ρουφάς και τις κουταλιές από τη φασολάδα , τότε… πας ψηλά . Γιατί σημασία έχει , όχι μόνο ΤΙ τρως , αλλά και ΠΩΣ το τρως .

Ενώ το γεροντάκι έτρωγε τη φασολάδα του , εμένα με «τρυγούσε» η πονεμένη φράση του : «Εγώ γίγαντες ήθελα, αλλά ο γιατρός είπε όχι πολλή σάλτσα …».

Μπήκα στον πειρασμό και … υπέκυψα : Παράγγειλα στο Βασίλη «μια ολίγη από γίγαντες» κι ένα μικρό κρασάκι ακόμα ! Έφερε ο Βασίλης τους γίγαντες (είχε βάλει από πάνω και δυο πατατούλες απ’ το ψητό) , έφερε και το «μικρό» το κρασάκι και ΝΑΙ : Ο παππούς είχε δίκιο !!! Οι γίγαντες ήτανε θεϊκοί ! (Ευτυχώς , ο παππούς ήταν αφοσιωμένος στη φασολάδα του ! Δεν θα ήθελα να τον κάνω να ζηλέψει) !!!

Πιάσαμε και την κουβέντα μετά όπως συνήθως γίνεται σ’ αυτά τα μαγαζιά όπου οι άνθρωποι έρχονται κοντά ο ένας στον άλλο … από την Αρεόπολη ήταν …έμενε στο Γύθειο …μόνος … είχε έρθει στη Σπάρτη για να θεωρήσει το βιβλιάριο του πολύτεκνου …είχε προβλήματα με την καρδιά του … όχι κρέατα του είχαν πει οι γιατροί …

Tέλειωσε το φαγητό του , σηκώθηκε , έκανε ξανά τον Σταυρό του , φόρεσε το κασκέτο του , πήρε την τσαντούλα του με τα ψώνια , μας χαιρέτισε με την τραγουδιστή μανιάτικη λαλιά , ανέβηκε αργά – αργά τα σκαλιά της «υπόγειας της ταβέρνας» και «χάθηκε» !!!

«…τα μικρά μυστικά κρύβουν τη μεγαλύτερη ομορφιά!»