ΛΑΚΩΝΙΑ. Καθώς η άνοιξη προχωρεί κι ακολουθεί το καλοκαίρι η αγορά γεμίζει από φρούτα, κηπευτικά και λαχανικά κι ο καταναλωτής τα εντάσσει στη διατροφή του, ακολουθώντας τις οδηγίες των ιατρών και των διατροφολόγων περί υγιεινής διατροφής.

O Oικολογικός Σύνδεσμος Λακωνίας παρεμβαίνει, για μια ακόμα φορά και επισημαίνει τα εξής:

«Πράγματι τα διατροφικά αυτά προϊόντα έχουν μια τεκμηριωμένη, πολύ θετική επίδραση στην υγεία λόγω των πολλών βιταμινών, φυτικών ινών και αντιοξειδωτικών ουσιών που εμπεριέχουν. Δυστυχώς όμως η θετικότατη αυτή επίδραση στην υγεία υπονομεύεται από τον εξαιρετικά βλαπτικό παράγοντα που ακούει στον όρο << υπολειμματικότητα σε φυτοφάρμακα>> και έχει σχέση με τον τρόπο παραγωγής στα πλαίσια της σύγχρονης γεωργίας, που χρησιμοποιεί κατά κόρον τα λεγόμενα φυτοφάρμακα ή γεωργικά δηλητήρια.

Μία μεγάλη κατηγορία φυτοφαρμάκων είναι τα εντομοκτόνα. Εντομοκτόνο ονομάζεται οποιαδήποτε τοξική ουσία χρησιμοποιείται για την εξόντωση των εντόμων. Τα εντομοκτόνα χρησιμοποιούνται κυρίως για να εξοντώνουν έντομα τα οποία έχουν καταστροφικές συνέπειες στις καλλιέργειες ή για να καταπολεμούν έντομα τα οποία είναι φορείς ασθενειών επικίνδυνων για την ατομική αλλά και την δημόσια υγεία.

Τα εντομοκτόνα διακρίνονται σε φυσικά , που είναι ουσίες απαντώμενες στη φύση και εμφανίζουν δράση η οποία αναστέλλει τις δραστηριότητες ή την καταστροφικότητα των εντόμων στις καλλιέργειες έμμεσα, και σε συνθετικά, τα οποία κατασκεύασε ο άνθρωπος για την εξόντωση των εντόμων και είναι τα πλέον επικίνδυνα.

Το κλασικό παράδειγμα ενός πολύ επικίνδυνου εντομοκτόνου του παρελθόντος είναι το DDT (διχλωροδιφαινυλοτριχλωροαιθάνιο), το οποίο συντέθηκε για πρώτη φορά το1874 και οι εντομοκτόνες ιδιότητές του παρέμειναν άγνωστες μέχρι το 1939. Το DDT χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα για την καταπολέμηση των εντόμων (φορέων) που μετέδιδαν την ελονοσία και τον τύφο κατά το δεύτερο ήμισυ του Β' Παγκοσμίου Πολέμου από τις συμμαχικές δυνάμεις, ενώ από το 1945 και ύστερα κυκλοφόρησε και για αγροτική - οικιακή χρήση. Στην Ελλάδα έγινε περισσότερο γνωστό ως "φλιτ".

Μετά την χρήση του DDT γενικεύτηκε η χρήση των οργανοχλωριωμένων εντομοκτόνων. Ωστόσο, έρευνες για το DDT και την επίδρασή του στην ανθρώπινη υγεία είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1940, αλλά ελάχιστη σημασία δόθηκε στα αποτελέσματα των ερευνών αυτών. Μόλις το 1950 η κυβέρνηση στις ΗΠΑ άρχισε να εξετάζει τη λήψη μέτρων κατά της αλόγιστης χρήσης του, η οποία είχε οδηγήσει όχι μόνο στον περιορισμό της αποτελεσματικότητάς του, αλλά και σε περιβαλλοντικά προβλήματα και σε επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία. Το 1955 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ξεκίνησε παγκόσμια εκστρατεία κατά της ελονοσίας βασιζόμενος κυρίως στο DDT, για να καταπολεμήσει τα κουνούπια - φορείς της νόσου. Το 1957, όμως, στις ΗΠΑ οι Τάιμς της Νέας Υόρκης δημοσίευσαν ένα άρθρο για την ανεπιτυχή προσπάθεια περιορισμού της χρήσης του DDT στην κομητεία Νάσαου της Νέας Υόρκης. Το άρθρο αυτό τράβηξε την προσοχή της βιολόγου - συγγραφέως Rachel Carson, την οποία ο εκδότης των Τάιμς ενθάρρυνε να γράψει ένα άρθρο πάνω στο θέμα. Η Carson άρχισε να γράφει το άρθρο, το οποίο τελικά κατέληξε στο περίφημο βιβλίο της "Η σιωπηλή άνοιξη" (Silent Spring, 1962). Στο βιβλίο αυτό η Carson καταφερόταν - με επιχειρήματα - εναντίον όλων των εντομοκτόνων (περιλαμβανομένου και του DDT) και των φυτοφαρμάκων, καθώς προκαλούσαν περιβαλλοντικά προβλήματα, κατέστρεφαν την Φύση και δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα στην ανθρώπινη υγεία.

Το βιβλίο αυτό αποτέλεσε το έναυσμα του περιβαλλοντικού κινήματος στις ΗΠΑ. Ο τότε πρόεδρος Τζων Κέννεντυ συνέστησε μια επιτροπή διερεύνησης του προβλήματος, η οποία κατέληξε σε συμπεράσματα σχεδόν ίδια με αυτά της Carson. Ως αποτέλεσμα, η αμερικανική Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος (EPA) απαγόρευσε την χρήση του DDT και, ύστερα από αρκετές δικαστικές διαμάχες, η απαγόρευση οριστικοποιήθηκε το 1973 με απόφαση του εφετείου της περιφέρειας της Κολούμπια (District of Columbia). Η μεγάλη ζημιά, όμως, στο περιβάλλον είχε γίνει. Ακόμη και στις μέρες μας ανιχνεύεται DDT στο σωματικό λίπος ανθρώπων και ζώων κυρίως στον βόρειο πόλο όπου μεταφέρθηκε με τα θαλάσσια ρεύματα και την τροφική αλυσίδα.

Η παγκόσμια γεωργία εδώ και μισό αιώνα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εκτενή χρήση εκατομμυρίων τόνων και εκατοντάδων ειδών συνθετικών χημικών φυτοφαρμάκων για να «μειωθούν» οι απώλειες στη συγκομιδή.
Οι περισσότεροι αγρότες χρησιμοποιούν τα φυτοφάρμακα σε τακτική βάση και όχι ως έσχατη λύση στις σπάνιες περιπτώσεις σοβαρών προσβολών από επιβλαβείς οργανισμούς της παραγωγής τους. Αυτό σημαίνει ότι οι χημικές ουσίες εφαρμόζονται σε μια καλλιέργεια επανειλημμένα καθ’ όλη τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου.
Η εξάρτησή μας από τα χημικά φυτοφάρμακα έχει ως αποτέλεσμα, λόγω της ανθεκτικότητας και της διεισδυτικότητάς τους, πολύ αρνητικές συνέπειες σχεδόν σε κάθε οικοσύστημα στη Γη και φυσικά στη δημόσια υγεία. Αυτό επιβεβαιώθηκε κι απλό σχετική έρευνα της Greenpeace με τίτλο «Ο τοξικός εθισμός της Ευρώπης: πώς η βιομηχανική γεωργία και τα χημικά φυτοφάρμακα βλάπτουν το περιβάλλον μας», στην οποία εξετάζεται η χρήση των συνθετικών χημικών φυτοφαρμάκων στην Ευρώπη, καθώς και οι εκτενείς και σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους.

Η παραγωγή, η πώληση και η χρήση των συνθετικών χημικών φυτοφαρμάκων έχει εξελιχθεί σε μια βιομηχανία αξίας πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, που κυριαρχείται από έναν μικρό αριθμό αγροχημικών εταιρειών (Syngenta, Bayer CropScience, BASF, Dow AgroSciences, DuPont).

Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας σκιαγραφούν μια ανησυχητική εικόνα., αφού διαπιστώθηκε ότι η εφαρμογή φυτοφαρμάκων σε αροτραίες καλλιέργειες, όπως η ελαιοκράμβη, τα δημητριακά και τα ζαχαρότευτλα, αλλά και σε καλλιέργειες φρούτων, όπως τα μήλα, τα σταφύλια, οι φράουλες και σε άλλα πολλά, διαρκώς αυξάνεται.
Αυτή η εντατική χρήση φυτοφαρμάκων εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τις επιπτώσεις τους σε μεμονωμένα είδη, σε ολόκληρα οικοσυστήματα και στη βιοποικιλότητα, αλλά ακόμα και για τον τρόπο με τον οποίο τα χημικά αυτά αξιολογούνται, εγκρίνονται και ελέγχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η Greenpeace παρουσίασε, παράλληλα, στοιχεία που συνδέουν συγκεκριμένα φυτοφάρμακα με διάφορες μορφές καρκίνου και νευροεκφυλιστικών ασθενειών, όπως είναι οι ασθένειες του Πάρκινσον και του Αλτσχάιμερ.
Με λύπη μας διαπιστώνουμε ότι ο έλεγχος της τήρησης των κανόνων και των προδιαγραφών χρήσης φυτοφαρμάκων, αλλά και της τήρησης των προθεσμιών συγκομιδής μετά τον τελευταίο ψεκασμό, είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Τις ελάχιστες φορές που έχουν γίνει δειγματοληπτικοί έλεγχοι των γεωργικών προϊόντων στις λαϊκές αγορές βρέθηκαν συγκεντρώσεις φυτοφαρμάκων πάνω από τα λεγόμενα επιτρεπτά όρια. Σύμφωνα με εργαστηριακούς ελέγχους του ΙΝΚΑ και άλλων φορέων, για την υπολειμματική δράση των χρησιμοποιούμενων οργανοφωσφορικών, καρβαμιδικών, οργανοχλωριωμένων, διθειοκαρβαμιδικών φυτοφαρμάκων σε μήλα, πατάτες, μαρούλια, ντομάτες κλπ. βρέθηκαν τιμές οι οποίες υπερέβαιναν αυτά τα όρια, μέχρι και 25 φορές περισσότερο!!!

Οι καταναλωτικές ενώσεις έχουν αποκαλέσει ως διατροφικό εφιάλτη την κατάχρηση φυτοφαρμάκων και την αλόγιστη χρήση αζωτούχων λιπασμάτων στην πρωτογενή παραγωγή, καθώς και την πρόωρη συγκομιδή.
Κι ενώ οι χημικοί βομβαρδισμοί φρούτων και λαχανικών, κυμαίνονται από 4 μέχρι 18 ψεκασμούς στην κάθε παραγωγική σεζόν, ο έλεγχος της κυκλοφορίας, της πώλησης και της χρήσης των επικίνδυνων φυτοφαρμάκων είναι τουλάχιστον ανεπαρκής.

Η αγρανάπαυση, η αμειψισπορά και η εγκατάλειψη της εντατικοποιημένης μονοκαλλιέργειας, είναι πολιτικές και πρακτικές άγνωστες ως τώρα και η προώθηση της βιολογικής καταπολέμησης και της βιολογικής γεωργίας, δεν ενθαρρύνονται, ούτε υποστηρίζονται όσο θα έπρεπε.
Ως ενεργοί πολίτες, ως καταναλωτές και φίλοι του περιβάλλοντος απαιτούμε από τις αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες να κινητοποιήσουν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς (π,χ. δειγματοληπτικοί έλεγχοι προϊόντων) σε τακτική βάση, τόσο στις λαικές αγορές όσο και στα πολυκαταστήματα που διακινούν τεράστιες ποσότητες γεωργικών προιόντων, επιβάλλοντας και τις ανάλογες ποινές, όπου διαπιστωθεί εγκληματική παραβατικότητα, για να κατοχυρώσουμε στο ελάχιστο δυνατό το δικαίωμα σε μια υγιεινή τροφή, απαλλαγμένη από τις επικίνδυνες χημικές ουσίες και σε ένα περιβάλλον στο οποίο δεν θα διακυβεύεται η πολύτιμη για τη ζωή βιοποικιλότητα».