ΜΑΝΗ. Το λούπινο / τα λούπινα (ή λούμπινα, λουμπούνια, λούμπουνα, λουμπίνοι στην Κρήτη, λουπινάρια, πικροκουκιά/πικροκούκια, λυμπούσι, αγριολούπινα, κλπ.) είναι φυτό, που ανήκει στην οικογένεια των ψυχανθών (Faboideae) στο γένος Lupinus.

Το φυτό κουβαλά ιστορία (τουλάχιστον) 3.000 χρόνων στην Μεσόγειο. Συναντάται και στην Αρχαία Ελλάδα. Θεόφραστος και Διοσκορίδης το αναφέρουν ως «θέρμος» (ο ήμερος). Αναγνωρίζουν δύο ποικιλίες: Την πικρή και την γλυκειά. Ήταν γνωστά στους Ρωμαίους γεωργούς για την ικανότητά τους να βελτιώσουν την γονιμότητα των εδαφών. Ο Φλωρεντίνος αναφέρεται στην ωφέλεια της καλλιέργειας του λούπινου για τα χωράφια, καθώς τα κάνει γόνιμα. Πράγματι, το φυτό απορροφά άζωτο από την ατμόσφαιρα και μετά το χρησιμοποιεί αλλά και το αποθηκεύει στις ρίζες του!

Οι καρποί του μπορούν, με την κατάλληλη επεξεργασία, να γίνουν αλεύρι, λάδι, και να αντικαταστήσουν το κρέας και τα αυγά, ή εναλλακτικά να φαγωθούν χλωροί! Μπορεί να καταναλωθεί ακόμα με την μορφή βάμματος ή αφεψήματος.

Από την αρχαιότητα χρησιμοποιείτο ως κατάπλασμα, καταπραϋντικό και μαλακτικό για την αντιμετώπιση των σπυριών, των αποστημάτων και των φλεγμονών (εκζέματα και λειχήνες). Είναι κατάλληλο για την αντιμετώπιση των παρασίτων του εντέρου, για την αντιμετώπιση δερματικών νοσημάτων, για την αντιμετώπιση των αρθριτικών, του διαβήτη, σαν ανθελμινθικό, εμμηναγωγό, διουρητικό και καθαρτικό.

Η κυανή ποικιλία του φυτού διαθέτει ηρεμιστικές ιδιότητες (μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καταστάσεις αϋπνίας και υπερέντασης). Από το εκχύλισμα του φυτού λούπινο απομονώθηκε για πρώτη φορά (βλ. Ελβετό χημικό Ernst Schultze, 1886) η αργινίνη (πρόκειται για ένα ημι-απαραίτητο αμινοξύ, το οποίο το ανθρώπινο σώμα μπορεί να παράγει, αλλά σε περίπτωση απουσίας του, μπορεί να αναπληρωθεί μέσω της διατροφής.

Στην ομοιοπαθητική τα λούπινα, εξ αιτίας των πολλών θρεπτικών τους συστατικών, χρησιμοποιούνται για την τόνωση του αναπνευστικού συστήματος και για την αντιμετώπιση συμπτωμάτων χρόνιας κοπώσεως.

Οι σπόροι λούπινων (ή φασόλια λούπινου), ήταν δημοφιλείς και στους αρχαίους Ρωμαίους, οι οποίοι καλλιέργησαν τα φυτά αυτά σε όλην την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ως εκ τούτου, είναι κοινό το όνομα lupini στις ρωμαϊκές γλώσσες!

Τα λούπινα της Ευρασίας και της Βορείου Αφρικής (Lupinus angustifolius) ή τα φασόλια λούπινου έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες, διαιτητικές ίνες και αντιοξειδωτικά. Είναι πολύ χαμηλά σε άμυλο και, όπως όλα τα όσπρια, είναι χωρίς γλουτένη. Τα λούπινα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μια ποικιλία τροφών, τόσο γλυκιές όσο και αλμυρές, καθημερινά γεύματα, παραδοσιακά ζυμωμένα τρόφιμα, ψημένα τρόφιμα και εμβάμματα / σάλτσες.

Τα ευρωπαϊκά φασόλια λευκού λούπινου (L. albus) πωλούνται συνήθως σε ένα αλμυρό διάλυμα σε βάζα (όπως οι ελιές και τα τουρσιά). Μπορούν να καταναλωθούν με ή χωρίς το δέρμα. Πιάτα με λούπινα απαντώνται συχνότερα στην Ευρώπη (ειδικά σε Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα και Ιταλία) αλλά και σε Βραζιλία και Αίγυπτο. Στην Αίγυπτο, είναι ένα δημοφιλές σνακ στον δρόμο, μετά από επεξεργασία με νερό και αλατόνερο. Στην Πορτογαλία, την Ισπανία και το ισπανικό Χάρλεμ, καταναλώνονται ευρέως με μπύρα. Σε Λίβανο, Ιορδανία, Συρία, Παλαιστίνη και Ισραήλ, τα αλμυρά και διατηρημένα με απλή ψύξη λούπινα ονομάζονται, όπως στην αρχαία Ελλάδα, termos / θέρμος, και γίνονται απόσταγμα ή σνακ. Άλλα είδη, όπως το L. albus (λευκό λούπινο), το L. angustifolius (λούπινο στενόφυλλο) και το L. hirsutus (μπλε λούπινο) έχουν επίσης βρώσιμους σπόρους.

Το λούπινο των Άνδεων (tarwi / Lupinus mutabilis) ήταν ένα διαδεδομένο φαγητό στην αυτοκρατορία Ίνκας. Τα λούπινα χρησιμοποιήθηκαν επίσης από πολλούς ιθαγενείς αμερικανικούς λαούς όπως οι Yavapai στην Βόρεια Αμερική.

Τα λούπινα είναι γνωστά ως altramuz στην Ισπανία, από την αραβική τους ονομασία termes, η οποία προκύπτει από την αρχαία ελληνική τους ονομασία («θέρμος»). Οι σπόροι τους χρησιμοποιούνται για διάφορα τρόφιμα, για «λουκάνικα» χορτοφάγων μέχρι το λούπινο-τόφου ή το αλεύρι λούπινου για το ψήσιμο.

Τα λούπινα απαντώνται σε όλην την περιοχή της Μεσογείου και στα βουνά των Άνδεων. Τρώγονταν από τους αρχαίους Αιγυπτίους, τους προ-Ίνκας λαούς, κ.ά. Στα τέλη του 18ου αιώνα, τα λούπινα εισήχθησαν στην Βόρειο Ευρώπη, ως μέσον βελτιώσεως της ποιότητος του εδάφους. Από την δεκαετία του 1860 παρατηρήθηκε το κίτρινο λούπινο σε όλα τα αμμώδη εδάφη της παράκτιας πεδιάδας της Βαλτικής. Τα πρώτα βήματα για την πραγματική μετατροπή του λούπινου σε μια σύγχρονη, εξημερωμένη καλλιέργεια έγιναν στις αρχές του 20ού αιώνα. Γερμανοί επιστήμονες προσπάθησαν να καλλιεργήσουν μια «γλυκειά» ποικιλία λούπινου, που δεν θα είχε πικρή γεύση (λόγω ενός μείγματος αλκαλοειδών στον σπόρο), καθιστώντας το πιο κατάλληλο για κατανάλωση, τόσο από τον άνθρωπο όσο και από τα ζώα. Το «γλυκό γονίδιο» άνοιξε τον δρόμο για την ευρύτερη υιοθέτηση των λούπινων, σε όλην την Ευρώπη και αργότερα στην Αυστραλία. Περαιτέρω εργασίες, που πραγματοποιήθηκαν από το υπουργείο Γεωργίας και Τροφίμων της Δυτικής Αυστραλίας, το 1950-1970 οδήγησαν σε περισσότερες «γλυκειές» καλλιέργειες λούπινου, που παράγονται κυρίως στην Δυτική Αυστραλία.


Πηγή: Απόσπασμα από το έργο του Γ. Λεκάκη «Το λεξικό των παραδόσεων».