Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

Τα όμορφα χρόνια που έφυγαν και δεν γυρίζουν πίσω, οι προετοιμασίες για την Ανάσταση του Θεανθρώπου και το Άγιον Πάσχα, ξεκινούσαν από την Καθαρή Εβδομάδα. Ναι, όπως το λέω! Από την Καθαρή Δευτέρα. Μια και όλοι, μικροί μεγάλοι, νηστεύαμε και τις 50 ημέρες μέχρι το Μεγάλο Σάββατο, έπρεπε να φροντίσουν τα αυγά που μάζευαν κάθε μέρα από το κοτέτσι και ήταν πολύτιμα. Και ενώ εμείς δεν τρώγαμε αυγά, αυτές, οι ευλογημένες οι κότες γεννούσαν έναν σωρό. Σε ένα μεγάλο ξύλινο τελάρο, στο κατώι του σπιτιού, έβαζε η μάνα μπόλικο χορτάρι ξερό, από εκείνο που έβαζε στο κοτέτσι για να έχουν την άνεση τους οι κότες. Πάνω στο χορτάρι αράδιαζε με θρησκευτική ευλάβεια τα αυγά κάθε μέρα. Και όταν τέλειωνε η μια στρώση, πάλι χορτάρι και πάλι τα αυγά αραδιασμένα. Με αυτό τον τρόπο τα αυγά δεν μπαγιάτευαν γρήγορα (ή μήπως έτσι πίστευαν γιατί έτσι έπρεπε;) και περιμένανε την Λαμπρή.

Λίγες μέρες πριν την Μεγάλη Εβδομάδα ξεκινούσαν σε όλα τα σπίτια της γειτονιάς οι παρασκευές για να έρθει η Λαμπρίτσα, όπως μου έλεγε η γιαγιά μου όταν ήμουν μικρό ξεπεταρούδι. Μέσα στα άλλα ήταν και τα Λαμπροκούλουρα.

Εκείνη την χρονιά την ημέρα που το πρόγραμμα είχε κουλουροπαρασκευή, η μάνα κατέβηκε στο κατώι με μια μεγάλη τσίγκινη λεκάνη και την γέμισε με αυγά, πολλά αυγά. 24 το σύνολο. Όταν μεγάλωσα λίγο και άρχισα να έχω απορίες, την ρώτησα γιατί χρειαζόμαστε τόσα πολλά αυγά. Και εκείνη μου απάντησε.

-Φτιάχνουμε πάντα πολλά Λαμπροκούλουρα, παιδί μου. Δεν είναι μονάχα για εμάς. Θα στείλουμε και στο χωριό στην θεία που είναι άρρωστη και δεν μπορεί να φτιάξει. Μετά, την Μεγάλη Εβδομάδα θα γεμίσουμε πιατέλες με κουλούρια κουραμπιέδες και κόκκινα αυγά να στείλουμε στα σπίτια που έχουν πένθος. Και στο τέλος έχουμε να κεράσουμε και τον κόσμο που θα περάσει από το σπίτι μας χρονιάρες μέρες. Να γιατί χρειαζόμαστε πολλά αυγά.
Και αφού με κάλυψε με τις εξηγήσεις της, μου έδωσε το ταψί που είχε γεμίσει με το αλεύρι από το πυθάρι που το φύλαγε, κράτησε με προσοχή εκείνη τα αυγά και ανεβήκαμε στην κουζίνα για να κουλουροφτιάξουμε. Χώρισε η μάνα σε δυο λεκάνες τα αυγά σε ασπράδια και κρόκους. Στους κρόκους έριξε την ζάχαρη. Έβγαλε από το ντουλάπι ένα παράξενο μεταλλικό εργαλείο που το χρησιμοποιούσε και όταν έφτιαχνε καρυδόπιτα στην γιορτή του πατέρα και το έβαλε μέσα στη λεκάνη με τα ασπράδια. Χτυπητήρι μου είπε το λέγανε και έφτιαχνε τα ασπράδια μαρέγκα. Τις ερωτήσεις μου τις άφησα για αργότερα μια και την είδα αγχωμένη. Άρχισε να γυρίζει που λέτε, την μανιβέλα και να χτυπάει τα ασπράδια για πολλή-πολλή ώρα. Όταν είχαν φουσκώσει και είχαν γίνει ένα κάτασπρο ακούνητο υλικό, παρέλαβε με το χτυπητήρι και τους κρόκους με την ζάχαρη. Ένωσε όλα τα υλικά που είχε αραδιασμένα και καλά μετρημένα πάνω στο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας, όλα μέσα στην μεγαλύτερη λεκάνη και έφυγε στην κάμαρη της να ντυθεί κατάλληλα.

Φόρεσε την καλή λουλουδιαστή της ρόμπα, εκείνη που δεν την φορούσε ποτέ στο σπίτι όταν έκανε δουλειές. Μονάχα όταν πήγαινε τα καλοκαιρινά απόβραδα στην Ρούγα απέναντι από το σπίτι μας, στα σκαλάκια της κυρ-Γιώργαινας την φορούσε. Στο καλάθι το μεγάλο, αυτό που είχαμε για τον άρτο, έβαλε καλοδιπλωμένο ένα χοντρό βαμβακερό άσπρο τραπεζομάντηλο και μερικά από τα πεσκίρια που είχε και σκέπαζε την πινακωτή στο ζύμωμα του ψωμιού. Από πάνω ακούμπησε την κρεατομηχανή που κάθε τέτοια εποχή, με την προσθήκη ενός μεταλλικού χωνιού, άλλαζε χρήση και σήκωνε την ευθύνη να γίνουν τα λαμπροκούλουρα πανέμορφα. Έβαλε το ζυμάρι σε μια λεκάνη που το χωρούσε ίσα-ίσα, έβαλε και το πορτοφόλι στην τσέπη και μια και δυό ξεκινήσαμε για τον φούρνο του Τσαμπούκα, τον φούρνο της γειτονιάς μας.

Στον φούρνο γινότανε το έλα να δεις χρονιάρες μέρες. Αν και ο πάντα καλοπροαίρετος μπάρμπα-Πέτρος προσπαθούσε να βάλει μια σειρά, όλο και κάποια νοικοκυρά είχε τις παραξενιές της και δημιουργούσε πρόβλημα. Στο πίσω μέρος του φούρνου υπήρχε ένα τεράστιο ξύλινο τραπέζι όπου στριμώχνονταν λεκάνες και μηχανές, μέρες που ήταν. Η μάνα, έδεσε σφικτά στην μια άκρη του τραπεζιού (όταν άδειασε από την προηγούμενη νοικοκυρά) την μηχανή, ακούμπησε δίπλα την λαμαρίνα που της έδωσε ο μπάρμπα Πέτρος, αφού πρώτα έγραψε με κιμωλία στο πλάι το όνομα της, γέμισε την υποδοχή με το ανάλογο ζυμάρι και τότε ήρθε η δική μου ώρα. Γύριζα εγώ την μανιβέλα και η μάνα άρπαζε στον αέρα το γραμμωτό ζυμάρι που έβγαινε από το τσίγκινο χωνί και γέμιζε την λαμαρίνα με ολοστρόγγυλα μεγάλα κουλούρια. Και εγώ να γυρίζω την μηχανή όλο χαρά. Παιγνίδι την έβλεπε το μικρό κοριτσάκι την διαδικασία. Παραδίπλα άλλες τρείς γειτόνισσες (τόση ήταν η χωρητικότητα του τραπεζιού, έφτιαχναν και εκείνες τα κουλούρια τους. Κουβέντιαζαν και σχολίαζαν όλες μαζί και η ώρα περνούσε χωρίς να το καταλάβουν. Και ο μπάρμπα-Πέτρος να γυρίζει ανάμεσα τους να παίρνει λαμαρίνες με άψητα κουλούρια και να φέρνει άλλες με καλοψημένα. Και να μοσχοβολάει ο τόπος από το βούτυρο το φρέσκο.

Με αυτά και με τα άλλα, πέρασε η ώρα, το ζυμάρι στην λεκάνη τέλειωσε, στο πανέρι στρώθηκε το τραπεζομάντηλο και λαμαρίνα την λαμαρίνα γέμισε μέχρι επάνω με μοσχομυρωδάτα λαχταριστά Λαμπροκούλουρα. Μαζέψαμε τα σύνεργα μας, πλήρωσε η μάνα για τα ψηστικά στον μπάρμπα-Πέτρο και φύγαμε χαρούμενες για το σπιτικό μας.

Το πόσο ήθελα να φάω ένα κουλουράκι από αυτά τα μοσχομυρωδάτα! Όμως η γιαγιά στεκότανε ακοίμητος φρουρός και στα κουλούρια και στους κουραμπιέδες που είχαμε φτιάξει την προηγούμενη ημέρα.
-Δεν θα έρθει η Λαμπρίτσα αν φας έστω και ένα κουλούρι, το ακούς; Άμε να παίξεις και την Λαμπρή θα φας όσα σηκώνει η ψυχή σου!
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr