Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

Στην είσοδο της πόλης, πλάι στην ταλαιπωρημένη γέφυρα, την πρώτη εικόνα που αντικρίζει (δυστυχώς) όποιος πρωτοέρχεται στον τόπο μου, αντίκρισα από μακριά ένα θλιμμένο γεροντάκι. Πλησίασα διακριτικά προς το μέρος του και τότε με θλίψη είδα τα δάκρυα που αυλάκωναν το ρυτιδιασμένο του μάγουλο. Στεναχωρήθηκα! Το λυπήθηκα το γεροντάκι. Σαν κοίταξα περισσότερο τον είδα να κρατάει με τα δύο του χέρια μια παλιά βασανισμένη κιθάρα και το βλέμμα του να τόχει καρφομένο στην κοίτη του ποταμιού. Πλησίασα.

-Τι σας συμβαίνει κύριε; Μπορώ να σας βοηθήσω; Ρώτησα με πραγματικό ενδιαφέρον.
-Δεν μπορείς παιδί μου να με βοηθήσεις, απάντησε χωρίς να μετακινήσει το βλέμμα του από το ποτάμι. Κανένας δεν μπορεί να με βοηθήσει, κανένας δεν μπορεί να βοηθήσει τον Ευρώτα μου. Δεν βλέπεις πως τον καταντήσανε οι άνθρωποι εκείνοι που θα έπρεπε να τον αγαπάνε και να τον φροντίζουν;
-Τι θέλετε να πείτε; ρώτησα, τάχα ανήξερη.
-Τι να πω εγω! Η εικόνα μιλάει από μόνη της. Τον Ευρώτα , το ποτάμι με την μεγαλύτερη ιστορία, το σημείο αναφοράς της Σπαρτιάτικης κοσμοθεωρίας τον βιάζουν κατ’ εξακολούθηση. Όλοι συμμετέχουν στο έγκλημα. Τα παλιά τα χρόνια εδώ, ζούσαν και γυμνάζονταν, μάθαιναν γραφή και ανάγνωση και μουσική τα Σπαρτιατόπουλα. Εδώ πλάθονταν οι γενναίοι πολεμιστές και οι άξιες μανάδες. Και στην πεντακάθαρη κοίτη του πηγαινοέρχονταν πλοιάρια. Τώρα τι αντικρίζεις; Ένα ποτάμι θλιβερά παραμελημένο στην τύχη του. Καταπατημένες οι όχθες του σε πολύ μεγάλο μήκος και η κοίτη του χορταριασμένη . Διάφορα σκουπίδια κατάλοιπα του πολιτισμού μας να περιφέρονται και να μολύνουν τον τόπο παρέα με τα απόβλητα κάποιων εργοστασίων που κάνουν την βρωμιά αφόρητη. Και στις όχθες του που κάποτε βούιζαν από τις φωνές των παιδιών, συναντάς κάθε τι που μπορεί να πεταχτεί, από καρέκλες και στρώματα, μέχρι σκελετούς ζώων. Γιαυτό παιδί μου τα μάτια μου γέμισαν με δάκρυα. Πονάω για τον Ευρώτα, για τον Ευρώτα μου, τον Ευρώτα που γνώρισα από παιδί, τον Ευρώτα που αγάπησα, τον Ευρώτα που ύμνησα. Πόσο θα ‘θελα να τον έβλεπα ξανά ζωντανό, καθαρό περιποιημένο. Να ξαναγύριζαν τα πουλιά να έχτιζαν τις φωλιές τους και να πλημύριζε ο τόπος από φωνές παιδιών που ζουν με τις συνθήκες του παρελθόντος. Δύσκολο, αλλά εγώ ελπίζω.
-Ποιος είσαστε καλέ μου κύριε; ρώτησα όταν σταμάτησε να μιλάει. Νομίζω πως κάπου σας έχω ξαναδεί.
-Βεβαίως και με έχεις ξαναδεί. Στο Σχολείο σου. Στο Δημοτικό το Τρίτο. Δεν θυμάσαι που ερχόμουνα και σας μάθαινα τα τραγούδια μου; Δεν θυμάσαι που τα τραγουδούσαμε όλοι μαζί σε εκείνο το χαμηλοτάβανο γκρίζο υπόστεγο; Δεν θυμάσαι τον Δημητράκη και τον Ευρώτα μου; Είμαι παιδί μου ο Αλέκος ο Παναγιωτόπουλος, ο μουσουργός είπε και απομακρύνθηκε σέρνοντας τα πόδια του και κρατώντας με τα δύο του χέρια το αχώριστο κομμάτι της ζωής του, την κιθάρα του. Και σιγοψιθύριζε.
"Στου Ευρώτα την έρημη ακτή, εκεί στην αμμουδιά,
Νεράιδες την νύχτα γλυκά, χορεύουν χορό μαγικό.
Λουλουδένια στεφάνια φορούν, στα ολόξανθα μαλλιά
Και τα κατάλευκα πέπλα φυσά , τ’ αγέρι τ’ απαλό.".

Σαν απομακρύνθηκα και εγώ και αφού ο γέροντας είχε εξαφανιστεί έπιασα τον εαυτό μου να σιγοτραγουδά το ρεφρέν από τον Ύμνο που είχε γράψει κάποτε για το Ιερό Ποτάμι του τόπου μου ο κυρ-Αλέκος.
"Γεια σου Ευρώτα που ασημένια κυλάς τα νερά σου.
Σπάρτη που όλοι χαιρετούν σαν ακούν το όνομα σου!!!!!"

Λίγο αργότερα, στον υπολογιστή γυρίζω απότομα στην πραγματικότητα και διαβάζω..

"Στο χωριό Βορίζια Ηρακλείου, κάτω από την επιβλητική κορυφή του Ψηλορείτη, δυο Κρητικοί δημιούργησαν τον "Κρηταγενή Δία" το μεγαλύτερο Θεματικό Πάρκο και ένα από τα πιο ενδιαφέροντα αξιοθέατα του νησιού. Σεβόμενοι τη φύση και «την αρχαία φιλοσοφία ζωής, τον τρόπο με των οποίο έζησαν και δημιούργησαν οι πρόγονοί μας», οι δύο Κρητικοί ενώνουν μυθολογία, βυζαντινή παράδοση, ιστορία και θρύλους, ψηλαφώντας την ιστορική συνέχεια της περιοχής. «Εδώ αισθάνεσαι, εισπνέεις και γεύεσαι τη φύση και την ιστορία σου» λένε οι εμπνευστές της ιδέας. Σκοπός του «Κρηταγενή Δία» είναι να διηγηθεί την ιστορία της Κρήτης από την Μινωική εποχή μέχρι σήμερα. Να δείξει σε νεότερους και τουρίστες πώς ζούσαν οι πρόγονοί τους, να μάθουν την παράδοση και την ιστορία του τόπου. Χρειάστηκαν σχεδόν 3 χρόνια εργασιών (κάποιες ημέρες εργάζονταν ακόμη και 70-80 εργάτες), χιλιάδες τόνοι φυσικών υλικών και προσεκτικές κινήσεις για να μη γίνει μεγάλη παρέμβαση στο φυσικό τοπίο ,για να φτάσει στο τελικό στάδιο το πάρκο το οποίο έχει κατασκευαστεί σε υψόμετρο 700 έως 1.100 μέτρων.….."
(Και εμείς παλεύουμε για μια μελέτη Αρχαιολογικού Μουσείου πάνω από 20 χρόνια και αναστυλώνουμε τα Ανάκτορα των Παλαιολόγων πάνω από 30 χρόνια! Τα’ ακούς κυρ-Αλέκο!)

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr