Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

Κάποτε η ημέρα ήταν «ημέρα» και η νύχτα ήταν «νύχτα» με επιθετικούς προσδιορισμούς, αλλά χωρίς συγκεκριμένο χρώμα. Είχαμε την μέρα της Λαμπρής, την Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, την μέρα της Αγάπης, τη Νύχτα γάμου, την Ημέρα της Ανεξαρτησίας, Τη Νύχτα Στάσου (Μαρινέλλα !!!). Έτσι τις γνωρίσαμε οι παντέρημοι εμείς και έτσι …πορευόμασταν.

Μέχρι που, από την άλλη όχθη του Ατλαντικού , μας επισκέφθηκε, και κατσικώθηκε (;) το χρώμα στις νύχτες μας. Και τώρα πιά κινούμαστε στις Λευκές Νύχτες και στις Black Fridays και δεν συμμαζεύεται. Τι είναι αυτές οι ..καινοτόμες ιδέες; Ε, να εκεί που ψωνίζαμε (λέμε τώρα) την ημέρα, ότι λαχταρούσε η ψυχή μας και ότι ζήλευε το μάτι μας, τώρα τα ίδια πράγματα θα μπορούμε να τα αγοράζουμε σε εξευτελιστικά φθηνότερη τιμή, ντάλα μεσάνυχτα. Άσε που θα μπορούμε να μασαμπουκιάζουμε το πιτόγυρο φθηνό όσο ποτέ άλλοτε. Και κάτι άλλες τέτοιες …πρωτοπορίες!

Ο μεγάλος …κράχτης βέβαια, είναι, πως σε τούτα τα ξεκούδουνα ξενύχτια, γίνονται δικές μας απίστευτες προσφορές. Για παράδειγμα, θα μας προσφέρει η τάδε πολυεθνική το δείνα Gazette, από 800 ευρώ στην απίστευτη τιμή των 217,34. Μας αγάπησε ξαφνικά και μας δίνει σχεδόν τσάμπα το μηχανάκι των ονείρων μας. Και ξεροσταλιάζουν σε ατέλειωτες ουρές, στρατιές …πελατών. Που να τους εξηγήσεις και να καταλάβουν το δούλεμα που δέχονται.

Αυτά σκεφτόμουν, στον απόηχο της …εξαιρετικά επιτυχημένης τελευταίας Μαύρης Παρασκευής (Black Friday για όσους δεν κατάλαβαν) και η μνήμη μου γύρισε πολλά, πάρα πολλά χρόνια πίσω, εκεί στη δεκαετία του 70 και στις συζητήσεις με τον αείμνηστο κ. Κώστα. Ο κ. Κώστας είχε μεταναστεύσει στις Η.Π.Α. τα δύσκολα χρόνια του Μεσοπολέμου. Τελικά και πότε δεν ήταν δύσκολα τα χρόνια για τον λαό μας! Τελικός προορισμός του το Σικάγο εκεί που είχαν προηγηθεί συγγενείς και συγχωριανοί του. Τον πρώτο καιρό που βρέθηκε στον ξένο τόπο, πριν καταφέρει να στήσει τη δική του δουλειά, δούλεψε σκληρά νύχτα και μέρα. Έκανε όποια δουλειά βρισκότανε στο δρόμο του, χωρίς να έχει την πολυτέλεια να διαλέγει, ξεκινώντας φυσικά από το πλύσιμο των πιάτων. Κάποια στιγμή, βρέθηκε να είναι και υπάλληλος σε ένα μαγαζί από αυτά που λέμε σήμερα Πολυκαταστήματα. Είναι σαν να ακούω την φωνή του κ. Κώστα να διηγείται σε υπέροχα Ελληνικά (ήταν από τους μορφωμένους που μετανάστευσαν και τότε από ανάγκη) τις εμπειρίες του από εκείνη την εποχή.

-Όταν έπιασα δουλειά σε εκείνο το μεγάλο μαγαζί με τους τρείς ορόφους, παιδί μου, αισθάνθηκα όμορφα. Ήταν η καλύτερη δουλειά που είχα βρει από την ημέρα που έφτασα στην άλλη άκρη της γης. Το περιβολών ανθρώπινο, ζεστό, φιλικό, για πρώτη φορά. Το μαγαζί το είχε ένας καταπληκτικός Εβραίος και από εκείνον έμαθα πολλά που μου χρειάστηκαν αργότερα όταν άνοιξα τα φτερά μου και έφτιαξα το δικό μου μαγαζί.

Στο μαγαζί λοιπόν του Εβραίου, πουλούσαμε ρούχα. Ρούχα και αντρικά και γυναικεία και παιδικά Εγώ τοποθετήθηκα στο ισόγειο, εκεί που βρίσκονταν τα παιδικά ρούχα. Στην μια πλευρά, που λες, είχαμε ράφια γεμάτα με παντελόνια που τα πουλούσαμε για 3 δολάρια το ένα ,αλλά τίποτα δεν γινότανε. Δεν έφευγαν με τίποτα. Ένα πρωινό λοιπόν, λίγες μέρες αφ’ ότου έπιασα δουλειά σ’ αυτό το μαγαζί, ήρθε το αφεντικό κρατώντας ένα μεγάλο καλάθι στα χέρια του. Μας είπε να βγάλουμε από τις σακούλες τους όλα τα παντελόνια που δεν …φεύγανε και να αφαιρέσουμε και τις τιμές. Εγώ απόρησα, πιο πολύ από τους άλλους (μάλλον ήξεραν τι επρόκειτο να συμβεί). Αφού το κάναμε και αυτό, το αφεντικό, πήρε να παντελόνια, τα ανακάτεψε, τα έκανε ένα κουβάρι και μετά τα έριξε μέσα στο καλάθι που είχε κουβαλήσει. Κατόπιν έφερε μια ταμπέλα με μεγάλα γράμματα και την έβαλε μέσα στο καλάθι με τρόπο που να μπορούν να την διαβάζουν εύκολα. Η ταμπέλα έγραφε.

«Μόνο για σήμερα , 5 δολάρια το ένα!».
Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι έγινε από εκείνη τη στιγμή και μετά. Λαϊκό προσκύνημα. Πριν καλά-καλά μεσημεριάσει τα παντελόνια είχαν φύγει όλα, μέχρι το τελευταίο. Κανένας δεν νοιάστηκε να μάθει πόσο έκαναν πριν. Ήταν προσφορά, αυτό τους είχε τραβήξει. Τα αγόραζαν σαν τρελές οι γυναίκες για τα παιδιά τους. Έμεινα με ανοικτό το στόμα. Κοίτα να δεις, σκέφτηκα, πως μπορείς να κοροϊδέψεις τον άλλο και να είναι και ευχαριστημένος! Και θαύμασα για μια ακόμη φορά το αφεντικό μου, εκείνον τον απίθανο Εβραίο…

Αυτά έλεγε ο αείμνηστός κ. Κώστας , αυτά θυμήθηκα και εγώ τώρα που η Μαυροπαρασκευή είναι παρελθόν και μάλλον …εκκολάπτεται η επόμενη, βασισμένη πάνω στην επιτυχία της πρώτης . Όπως και να το κάνεις τα κορόιδα πολλαπλασιάζονται σαν τις αμοιβάδες.
Αααα! Λάθος έκανα όταν έγραφα πως δεν είχαν χρώμα οι νύχτες μας. Όχι μωρέ. Είχαν. Τι είχε γράψει ο Αλέξανδρος Ραγκαβής; Θυμάστε; Μα φυσικά είχε γράψει…

«ΜΑΥΡΗ ΕΙΝ’ Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ»

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr