Καύσωνες, έλλειμμα παραγωγικότητας, διάδοση των ασθενειών που μεταδίδονται από τα κουνούπια...η κλιματική αλλαγή έχει ήδη χειροπιαστές επιπτώσεις στην υγεία μας, προειδοποιεί έκθεση που δόθηκε προ ημερών στη δημοσιότητα και προτρέπει για την «επιτάχυνση προς τη μετάβαση σε μία κοινωνία χαμηλού άνθρακα».

Τα «συμπτώματα» που προκαλούνται από την αύξηση των μέσων θερμοκρασιών και τον πολλαπλασιασμό των «ακραίων καιρικών φαινομένων» είναι «σαφή εδώ και αρκετά χρόνια και οι συνέπειες στην υγεία είναι χειρότερες από τις αναμενόμενες», αναφέρεται στην έκθεση που δημοσιεύεται στην βρετανική ιατρική επιθεώρηση The Lancet. «Για παράδειγμα, ανάμεσα στο 2000 και το 2016, ο αριθμός των ανθρώπων που επηρεάστηκαν από τα κύματα καύσωνα αυξήθηκε κατά σχεδόν 125 εκατομμύρια, φθάνοντας στον αριθμό ρεκόρ των 175 εκατομμυρίων ανθρώπων το 2015, ενώ οι επιπτώσεις στην υγεία ξεκινούν από την θερμοπληξία και φτάνουν στην επιδείνωση προϋπάρχουσας καρδιακής ανεπάρκειας ή τον αυξημένο κίνδυνο νεφρικής ανεπάρκειας που συνδέεται με την αφυδάτωση». Κατά την ίδια περίοδο, η αύξηση των θερμοκρασιών μείωσε κατά 5,3% την παραγωγικότητα των εργαζομένων σε αγροτικές περιοχές, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης. Η άνοδος της θερμοκρασίας διεύρυνε επίσης το πεδίο δράσης των κουνουπιών φορέων του δάγκειου πυρετού, αυξάνοντας την ικανότητά τους να μεταδίδουν τη νόσο κατά 9,4% από το 1950, ενώ ο αριθμός των ασθενών διπλασιάζεται κάθε δέκα χρόνια.

«Αντίστροφη μέτρηση για την υγεία και την κλιματική αλλαγή» είναι ο τίτλος της έκθεσης, η οποία θέτει ως στόχο τη μέτρηση κάθε χρόνο μέχρι το 2030 της προόδου που πραγματοποιείται σε 40 δείκτες κλειδιά που αφορούν αυτά τα δύο θέματα. Η σύνταξη της έκθεσης ξεκίνησε το 2015 και καταρτίζεται από 24 ερευνητικούς και διεθνείς οργανισμούς, ανάμεσά τους ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (OMS) και ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός (OMM). Οι συντάκτες της παραδέχονται ότι είναι δύσκολη η διάκριση των συνεπειών που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή από εκείνες που προκαλούνται από τις δημογραφικές μεταβολές, τη φτώχεια ή ακόμη την ρύπανση. Ανάμεσα στο 2000 και το 2016, ο αριθμός των κλιματικών καταστροφών (κυκλώνων, πλημμυρών, φαινομένων ξηρασίας) αυξήθηκε κατά 46%. Εάν μπορούμε ακόμη να αποδίδουμε κατά βέβαιο τρόπο το φαινόμενο αυτό στην κλιματική αλλαγή, η σχέση είναι «εύλογη» και δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες αμφιβολίες για το γεγονός ότι στο μέλλον θα υπάρξει αύξηση της «συχνότητας και της σοβαρότητας» των φαινομένων αυτών, αναφέρεται στην έκθεση. Έπειτα από 15 χρόνια «σχετικής αδράνειας», η πρόοδος για τη μετάβαση προς μία κοινωνία χαμηλού άνθρακα για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή έχει αυξηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια, κυρίως με την ευκαιρία της υπογραφής της συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα. Αλλά μπροστά στην προοπτική του πολλαπλασιασμού των ακραίων κλιματικών φαινομένων, χρειάζεται να ξεπερασθούν πολλά «τεχνολογικά, οικονομικά και πολιτικά εμπόδια», κυρίως στις χώρες με μικρά και μεσαία εισοδήματα, για να περιορισθούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην υγεία, προειδοποιεί η έκθεση.

«Δεύτερη προειδοποίηση» από 15.000 επιστήμονες για το κλίμα
Είκοσι πέντε χρόνια αφότου η πλειονότητα των τιμηθέντων με βραβείο Νόμπελ έκρουσε για πρώτη φορά τον κώδωνα του κινδύνου, περισσότεροι από 15.000 επιστήμονες από 184 χώρες προειδοποιούν σήμερα, σε μια κοινή τους διακήρυξη, για τους κινδύνους της αποσταθεροποίησης του πλανήτη ελλείψει ενεργειών υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος και των οικοσυστημάτων.
Το 1992 η ΜΚΟ «Union of Concerned Scientists» με περισσότερους από 1.700 συνυπογράφοντες εξέδωσε «Την Προειδοποίηση των Επιστημόνων του κόσμου προς την ανθρωπότητα» όπου επισήμαιναν ότι ο αντίκτυπος της ανθρώπινης δραστηριότητας στη φύση πιθανόν θα προκαλέσει «στον άνθρωπο μεγάλα βάσανα» και θα «ακρωτηριάσει τον πλανήτη με ανεπανόρθωτο τρόπο». Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, οι επιστήμονες αυτοί επαναλαμβάνουν τις ανησυχίες τους σε ένα άρθρο που ονομάζουν «δεύτερη προειδοποίηση».
Διαθέσιμοι υδάτινοι πόροι, αποψίλωση δασών, μείωση του αριθμού των θηλαστικών, εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου: ο πλανήτης εκπέμπει SOS και οι απαντήσεις για την αντιμετώπιση των παραπάνω φαινομένων, από το 1992, προκαλούν απογοήτευση. Εξαίρεση τα μέτρα που ελήφθησαν από τη διεθνή κοινότητα για τη σταθεροποίηση της στιβάδας του όζοντος, διαμηνύουν οι επιστήμονες, η έκκληση των οποίων δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό BioScience.
«Η ανθρωπότητα δεν πράττει όσα θα όφειλε να κάνει επειγόντως για τη διάσωση της βιόσφαιρας που απειλείται» τονίζουν οι επιστήμονες. «Σε αυτό το έγγραφο, εξετάσαμε την εξέλιξη της κατάστασης κατά τη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών κι αξιολογήσαμε την ανθρώπινη αντίδραση αναλύοντας τα επίσημα δεδομένα που έχουμε στα χέρια μας» εξήγησε ο Τόμας Νιούσομ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Deakin στην Αυστραλία, ο οποίος συνυπέγραψε την κοινή αυτή διακήρυξη. «Σύντομα, θα είναι πολύ αργά προκειμένου να αντιστρέψουμε αυτές τις επικίνδυνες τάσεις» επέμεινε.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η συντριπτική πλειονότητα των απειλών, που είχαν αναγνωριστεί από το παρελθόν, συνεχίζει να υφίσταται και οι περισσότερες εξ αυτών «επιδεινώνονται», όμως είναι ακόμα πιθανό να αντιστραφούν αυτές οι τάσεις για να επιτρέψουμε στα οικοσυστήματα να ξαναβρούν την ανθεκτικότητά τους.
Τα τελευταία 25 χρόνια, η ποιότητα του πόσιμου νερού που είναι κατά κεφαλή διαθέσιμο στον κόσμο μειώθηκε κατά 26% και ο αριθμός των «νεκρών τμημάτων» στους ωκεανούς αυξήθηκε κατά 75%.
Οι επιστήμονες προειδοποιούν επιπλέον για την απώλεια σχεδόν 120,4 εκατομμυρίων εκτάριων δασικών εκτάσεων που αποψιλώθηκαν για να μετατραπούν κυρίως σε αγροτικές εκτάσεις και την ξεκάθαρη αύξηση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και των μέσων θερμοκρασιών του πλανήτη. Επίσης, επισημαίνουν την αύξηση κατά 35% του παγκόσμιου πληθυσμού και τη μείωση κατά 29% του αριθμού των θηλαστικών, των ερπετών, των αμφιβίων, των πουλιών και των ψαριών.
Μεταξύ των μέτρων που προτείνονται είναι η δημιουργία μεγαλύτερων χερσαίων και θαλάσσιων βιοτόπων και η ενίσχυση των νόμων κατά της λαθροθηρίας, όπως επίσης να καταστούν αυστηρότεροι οι κανονισμοί του εμπορίου προϊόντων άγριας ζωής.
Προκειμένου δε να «φρενάρουν» τη δημογραφική ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες χώρες, προτείνουν την εκπόνηση προγραμμάτων εκπαίδευσης των γυναικών και τη βελτίωση του οικογενειακού προγραμματισμού.