ΣΠΑΡΤΗ. Tην 1η Νοεμβρίου πανηγυρίζει η Ιερή Μονή των Αγίων Αναργύρων στον Πάρνωνα. Σήμερα, παραμονή 31 Οκτωβρίου ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας και Σπάρτης κ. Ευστάθιος θα τελέσει ( ώρα 17:00) αρχιερατικό εσπερινό ενώ αύριο πατέρες από την Ι. Μ. Αγίων Τεσσαράκοντα που εξυπηρετούν τις ανάγκες της Μονής θα τελέσουν την πανηγυρική Θεία Λειτουργία (7:00-10:00 π.μ.).
Πληροφορίες: Τηλ. 2731073225

Τό ἱστορικό Μοναστήρι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων (Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ μετά τῆς μητρός αὐτῶν Θεοδότης), βρίσκεται σ᾿ ἕνα ὀροπέδιο τοῦ Πάρνωνα (ὕψωμα Σταματήρα), σέ ὑψόμετρο χιλίων περίπου μέτρων. Ἡ ὕπαρξη τοῦ λατρευτικοῦ χώρου τῆς Μονῆς μαρτυρεῖται ἤδη τόν 9ο αἰῶνα (881 μ.Χ.), στόν ἔγκριτο βίο τοῦ ὁσίου Ἠλία τοῦ Νέου ἤ Σικελιώτη, ὁ ὁποῖος γιά ἕνα διάστημα ἀσκήτεψε στήν περιοχή (Α΄ Διεθνής Ἐπιστημονική Ἡμερίδα, 14 Μαρτίου 2009, Σπάρτη), ὅπου καταδεικνύεται ἡ ταύτιση τοῦ χώρου μέ τήν ἀναλυτική περιγραφή στό βίο τοῦ ὁσίου). Δεύτερη μαρτυρία καί σημαντική πηγή γιά τήν ἱστορία της εἶναι τό χρυσόβουλλο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Β΄ τοῦ Παλαιολόγου, τό ἔτος 1293, ὅπου κατοχυρώνονται τά ὁροθέσια τῆς Μητροπόλεως Μονεμβασίας.

Ἡ ζωή τῆς Μονῆς πέρασε ἀπό πολλές περιπετειώδεις φάσεις, συμπάσχοντας μέ τή ροή τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου. Ἡ κτητορική ἐπιγραφή πληροφορεῖ ὅτι ἡ Μονὴ εἶναι Σταυροπηγιακή καί ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ Πατριάρχη Κων/πόλεως Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως. Τό Καθολικό καταστρέφεται καί ξανακτίζεται στά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας (ὅπως μαρτυρεῖ παλαιά σφραγίδα τῆς Μονῆς) τό 1611. Ὁ ναὸς εἶναι “μονόχωρος, σταυροειδής, τρουλλαῖος, ἄστυλος, τρίκογχος” καί ἔχει χαρακτηριστικά ὑστεροβυζαντινῆς ἀρχιτεκτονικῆς (διαστ. 11,50 Χ 5,45 μ. καί ὕψος ὡς τή βάση τοῦ τρούλλου 5,50 μ.). Ἁγιογραφεῖται ἀπό τήν γνωστή οἰκογένεια τῶν Κακαβάδων, ἐκ χώρας Ναυπλίου. Ἡ κτητορική ἐπιγραφή ἀναφέρει ὅτι ἱστορήθηκε τό 1621 καί ὑπογράφεται ἀπό τόν κορυφαῖο τῆς οἰκογένειας Δημήτριο Κακαβᾶ. Τά θέματα, περισσότερα ἀπό ἑκατό, καλύπτουν ὅλες τίς ἐπιφάνειες τῶν τοίχων, ἀπό τό δάπεδο ὡς τήν ὀροφή. Κατά τόν Φώτη Κόντογλου, οἱ μορφές “ἔχουν ἔντονον λαϊκήν πνοήν, ἀσκητικήν λιτότητα καί εἶναι συχνά πλήρεις πάθους καί ἀποπνέουν θρησκευτικότητα βαθυτέραν πολλάκις καί τῶν ἁγιορειτικῶν ἁγιογραφιῶν…”. Κατά δέ τόν Τάσο Γριτσόπουλο, στό καθολικό τῆς Μονῆς “ἀσυνειδήτως συμπλέκονται ὁ ἐθνικός καί λαϊκός βίος μέ τόν χριστιανικόν. Ἔτσι οἱ ἀγέλαστες μορφές συναντῶνται μέ τό περιβάλλον τῆς ἐθνικῆς κατηφείας”.

Ἀπό τό 1685, ἡ Μονὴ πλήττεται ἀπὸ Βενετοὺς (Μοροζίνι), ἀλλά καί ἀπό Τούρκους, ἐπειδή καί ἀπό τίς δύο πλευρές, ἡ ἐθνική καί πνευματική δράση της εἶναι ἀσυγχώρητη. Ὅμως, παρά τήν καταστροφή ἡ Μονή ἀνασυγκροτεῖται συνεχίζοντας τήν πολυσχιδή προσφορά της. Τό ὑπάρχον ξυλόγλυπτο τέμπλο εἶναι ἔργο τοῦ 1711 καί πιστοποιεῖ ἄλλη μία περίοδο ἀκμῆς τῆς Μονῆς.

Ἤδη ἀπό τόν 17ο αἰῶνα λειτουργεῖ συστηματικά σ᾿ αὐτήν Κρυφό Σχολειό ὡς τήν ἀπελευθέρωση. Ἡ σημαντική θέση τῆς Μονῆς ἀποδεικνύεται καί ἀπό τήν ὕπαρξη πατριαρχικῶν σιγιλλίων (Γαβριὴλ τοῦ Γ΄ 1707, Γρηγορίου τοῦ Ε΄ 1798 καὶ 1819), τά ὁποῖα μαρτυροῦν τό σπουδαῖο ρόλο καί ἔργο, πού ἐπιτελοῦσε στή διάσωση τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης γιά τόν χειμαζόμενο λαό τῆς περιοχῆς.

Ἀξιόλογος εἶναι καί ὁ Κανονισμὸς Λειτουργίας τῆς Μονῆς. Στό σιγίλλιο τοῦ Πατριάρχου Γαβριήλ τοῦ Γ΄ (1707), ὁ Κανονισμός ὁρίζει: “… ἵνα ἔχωσι κοινοβιακήν τήν πολιτείαν τοσοῦτον εἰς τά τῆς τροφῆς ἀναγκαῖα ὅσον καί εἰς τά λοιπά πάντα μηδενός τούτων ἴδιον τι ἔχειν νομίζοντος, ἀλλά πάντα… κατ΄ ἔθος ἀποστολικόν συνδιάζοντες, … μηδέποτε γυναίκας εἰσέρχεσθαι, οὔ μένειν καί συνασκεῖσθαι ἐν τῷ αὐτῷ μοναστηρίῳ εἰ μή μόνον τῇ ἡμέρα τῆς πανηγύρεως καί τότε χάριν προσευχῆς καί προσκυνήσεως, …ἕν εἶναι τό πουγγεῖον …”. Ἐπίσης στό σιγίλλιο καθορίζεται τό προνομιακό καθεστώς τῆς Μονῆς καί τή σχέση της μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.

Ἡ φιλανθρωπική δράση τῆς Μονῆς ἀνά τούς αἰῶνες εἶναι μεγάλη. Σέ ὅλες τίς δύσκολες στιγμές τοῦ Γένους τό Μοναστήρι, ἐκτός ἀπό πνευματικός φάρος, στέκεται ὡς παρηγορία καί καταφύγιο στούς δοκιμαζόμενους ἀδελφούς τῶν πολυπληθῶν τότε περιφερειακῶν κοινοτήτων. Πάντοτε, ἀλλά ἰδιαίτερα στή διάρκεια τῆς Μ. Ἑβδομάδος, οἱ μοναχοί προσφέρουν μεγάλες ποσότητες ἀναγκαίων τροφίμων, φιλοξενώντας καί παρηγορώντας τούς διαβάτες καί προσκυνητές πού συρρέουν, ἰδιαίτερα στίς πανηγύρεις.

Ξεχωριστή παρουσιάζεται ἡ συμβολή τῆς Μονῆς στήν ἐπανάσταση τοῦ 1821. Ἐκτός ἀπό λειτουργία Κρυφοῦ Σχολειοῦ καί τήν ποικίλη προσφορά της ὡς καταφυγίου πενομένων, διωκωμένων καί ὀνομαστῶν ἀγωνιστῶν, οἱ μοναχοί συμμετέχουν προσωπικά στόν ἀπελευθερωτικό ἀγώνα. Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται, ὅπως ἀναφέρει ὁ Φαίδων Κουκουλές, μέ τήν ὕπαρξη στό ἀρχεῖο ἀγωνιστῶν ἕξι ὀνομάτων μοναχῶν, ἀδελφῶν τῆς Μονῆς, στούς ὁποίους ἀπενεμήθηκαν τιμητικά ἀριστεῖα.

Ἀπό τούς πολλοὺς παλαιούς μοναστηριακούς θησαυρούς σήμερα δέν διασώζεται τίποτε. Ἄλλοι ἐκλάπησαν, ἄλλοι λεηλατήθηκαν κατά τίς διάφορες ἐπιδρομές (τελευταῖα τόν Νοέμβριο τοῦ 1943), ἀλλά καί μέ ἄλλους τρόπους ὅλα τά πολύτιμα κειμήλιά της ἀφαιρέθηκαν…

Ὁ τελευταῖος ἡγουμενεύων τῆς Μονῆς Ἀρχιμανδρίτης Νικόδημος Γρουμπὸς (1900-1964) κατάφερε νά τήν ἀνακαινίσει σημαντικά. Συγκεκριμένα, ἀναστήλωσε τό Κωδωνοστάσιο τοῦ Καθολικοῦ, ἔκτισε τό Παρεκκλήσι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων (μέ ἔργα τοῦ Φώτη Κόντογλου) καί ἀνήγειρε ἐκ βάθρων τόν παλαιό Μετοχιακό ναό τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος, στήν κορυφή τῆς Σταματήρας. Ὁ Γέροντας Νικόδημος ζώντας ἀσκητικά, μέ ἁγιότητα καί ἡρωϊσμό, ἔδωσε νέα πνευματική αἴγλη στό ἱστορικό Μοναστήρι. Μετά τήν κοίμησή του ἡ Μονή παρακμάζει, μένει χωρίς μοναχούς καὶ χρησιμοποιεῖται ἀπό τήν Μητρόπολη ὡς χῶρος νεανικῶν κατασκηνώσεων.

Τό 1990, μέ τήν μέριμνα τοῦ οἰκείου Μητροπολίτη Μονεμβασίας καί Σπάρτης κ. κ. Εὐσταθίου, καί τίς φιλαγιαναργυρίτικες ἐνέργειες τοῦ γνωστοῦ Λάκωνα συγγραφέα Σαράντου Καργάκου, ἐγκαθίσταται νέα μοναστική ἀδελφότητα. Πιστή, λοιπόν, στίς ἱστορικές παρακαταθῆκες της ἡ Μονή συνεχίζει τό πολυσχιδές ἔργο της. Ἐκτός ἀπό τήν ἐπάνδρωση καί πνευματική ἀναγέννηση της, πού συνοδεύεται ἀπό ἐρευνητικές ἐργασίες καί ἐκδόσεις, συμπορεύεται καί ἡ προσπάθεια ἀναστήλωσης, ἀνακαίνισης καί ἀνοικοδόμησής της. Ἀναστηλώθηκαν οἱ τρεῖς προϋπάρχουσες πλευρές τοῦ κτιριακοῦ συγκροτήματος καί ἀνακαινίστηκαν τά ἐρειπωμένα κτίσματα καί κελλιά. Δημιουργήθηκαν νέοι λειτουργικοί χῶροι (Τράπεζα, Συνοδικό, Πορταρίκι, Παρεκκλήσι Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου καί Ἁγ. Αἰκατερίνας). Ἐπί πλέον ἀνοικοδομήθηκε ἐκ βάθρων ἀνατολική πτέρυγα (Παρεκκλήσι Ἁγίας Ἄννης, Ἀρχονταρίκι, Τριόροφη βιβλιοθήκη). Μέ τήν εὐγενῆ δωρεά τοῦ Ἱδρύματος «Σταῦρος Νιάρχος» ἀντικαταστάθηκαν οἱ στέγες τοῦ τετράπλευρου πλέον κτιριακοῦ συγκροτήματος καί προόδευσε κτιριακά ἡ Βιβλιοθήκη. Μέ τά νέα ἔργα καί ἀκολουθώντας παραδοσιακή μοναστηριακή ἀρχιτεκτονική, ἡ Μονή σήμερα ὑπάρχει ὡς τετράπλευρο περιφερειακό κτίσμα, ἐντός τοῦ ὁποίου κεντρική θέση κατέχει τό Καθολικόν. Πλησίον τῆς Μονῆς ἀνηγέρθησαν ἐκ βάθρων: α) τό Κάθισμα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος στό παλιό ἁλώνι, β) τό Ἐξωκκλήσι τοῦ Γενεθλίου τοῦ Προδρόμου στόν μεγάλο κέδρο, γ) ὁ Μετοχιακός Ναός τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, καί παράπλευρα δ) τό Κοιμητήριο μαζί μέ τό Ὁστεοφυλάκιο. Ἐπίσης συντηρήθηκαν οἱ τοιχογραφίες τοῦ Καθολικοῦ ἀπό τήν 5η Ἐφορεία Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων καί ἁγιογραφήθηκαν τά Παρεκκλήσια τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀπό τόν π. Νικόλαο Πᾶνο, καθώς ἐπίσης καί τῆς Ἁγίας Ἄννης μαζί μέ τήν Τράπεζα τῆς Μονῆς ἀπό τόν Γ. Κόρδη.

Ἡ Ἱερά Μονή τιμᾶται στή μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ καί τῆς μητρὸς αὐτῶν ἁγίας Θεοδότης, τῶν ἐκ τῆς Μ. Ἀσίας καταγομένων (1η Νοεμβρίου). Ἀλλά λόγῳ τῶν δύσκολων καιρικῶν συνθηκῶν τοῦ Νοεμβρίου, πανηγυρίζει καί τήν 1η Ἰουλίου (ἡμέρα ἑορτῆς Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, τῶν ἐκ Ρώμης).

Σήμερα η Ιερή Μονλη εξυπηρετείται απο τους πατέρες της Ι. Μ. Αγίων Τεσσαράκοντα