Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Δυνατός θόρυβος προκλήθηκε πριν από ένα μήνα περίπου, όταν ανακοινώθηκε ότι ο/η σημαιοφόρος στο Δημοτικό σχολείο θα επιλέγεται μετά από κλήρωση μεταξύ όλων των μαθητών/τριών της τελευταίας τάξης. Η θέση αυτή ανέδειξε και κορυφαία πολιτική αντιπαράθεση αποκαλύπτοντας την κενότητα, την ελαφρότητα και τις αδυναμίες του πολιτικού συστήματος, το οποίο χωρίς σοβαρότητα και πιστότητα, με επιπολαιότητα και ανικανότητα, κατρακυλά κάτω από τη βάση στην κλίμακα των αρχών και των αξιών, στην αντίληψη και τη συνείδηση των πολιτών.

«Τη(ν) σημαία πλέον θα την κρατά ο τυχερός. Όχι ο άξιος» έγραψε κορυφαίος πολιτικός παράγοντας, πρώην υπουργός Παιδείας, θεωρώντας ανάξιους, ίσως και μη ικανούς τους υπόλοιπους μαθητές/τριες να κρατήσουν στα χέρια τους το σύμβολο του έθνους, στο οποίο έχουν ορκιστεί και έχουν υποχρέωση να προστατεύουν όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες.

Δεν είναι σκόπιμη η έκταση και η σοβαρή κριτική για ένα θέμα, στο οποίο η απάντηση θεωρείται αυτονόητη. Όμως, οι διαστάσεις που πήρε προκαλούν προσεκτικές σκέψεις και απόψεις, χωρίς προκαταλήψεις, σε λεπτά ζητήματα που αγγίζουν τη νεανική ψυχολογία, δημιουργούν εντάσεις μεταξύ των γονιών, ενίοτε και των εκπαιδευτικών, μακριά βέβαια από την τυφλή αντιπαραβολή μεταξύ των πολιτικών κομμάτων. Εδώ, δεν επιχειρείται βαθιά ανάλυση της δομής και της λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος, αν δηλ. βασίζεται και προάγει τις κοινωνικές ανισότητες, αν εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες για όλους ή μόνο για τους προνομιούχους κ.λπ., αλλά να εστιάσει στην αντίληψη της συγκεκριμένης απόφασης θυμίζοντας ότι παλιότερα κρατούσε τη σημαία ο πιο ψηλός και λυγερόκορμος μαθητής (ένδειξη λεβεντιάς), που όριζε ο διευθυντής του σχολείου, και ποτέ μαθήτρια.

«Είναι δυνατόν ο τελευταίος ή ο χειρότερος μαθητής να κρατάει τη σημαία;» ακούγεται συχνά και από επίσημους ή και επώνυμους επιφανειακούς γυρολόγους. Πρέπει αρχικά να γίνει σε όλους κατανοητό και συνειδητό ότι δεν υπάρχουν τελευταίοι ή χειρότεροι μαθητές/τριες. Είναι όλοι ίσοι απέναντι στη μαθητική κοινότητα, το κοινωνικό σύνολο, με δικαιώματα και υποχρεώσεις, με οράματα και προσδοκίες στην υπαρξιακή τους πορεία. Αξιώνουν ίση μεταχείριση, χωρίς διακρίσεις και μεροληπτικές αναφορές, που φτάνουν μέχρι ενσυνείδητο ή όχι στιγματισμό και χωρισμό σε κατηγορίες, επειδή κάποιοι στην αξιολογική κλίμακα των μαθημάτων είχαν χαμηλότερη επίδοση. Η κατάταξη των μαθητών/τριών και η διαφοροποίηση που προκύπτει από την επίδοση στα μαθήματα εισέρχεται και εγκαθίσταται ενδόμυχα στις παιδικές ψυχές, αλλά δυστυχώς και πολλών γονιών, και συντηρείται έντεχνα από τους διαχειριστές-κουμανταδόρους των ανθρώπινων ζωών.

Η πρώτη διαφοροποίηση (συνειδητή διαίρεση) των κοινωνικών ομάδων αρχίζει από τη μικρή ηλικία με μέτρο σύγκρισης τη βαθμολογία στα μαθήματα, η οποία εκφράζεται με το καλός, άξιος, έξυπνος, εύστροφος, ευφυής κ.λπ. έναντι των … (δεν γράφονται, ούτε λέγονται), που όχι μόνο δεν συμβαίνει, αλλά ούτε η μετέπειτα πορεία επιβεβαιώνει.

Για να ακολουθήσει ο δεύτερος διαχωρισμός, ο οποίος είναι συνέχεια του πρώτου, που γίνεται με βάση την οικονομική δυνατότητα – τα αριστεία πέρα από την κοινωνική προβολή συνδέονται προοπτικά και με την οικονομική δυνατότητα – την επί πλέον απόκτηση και συσσώρευση πλούτου, αφού δίνει περισσότερες διεξόδους και επιλογές παραβλέποντας και μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η ανθρώπινη υπόσταση, οντότητα και παρουσία δεν εξαρτάται από τη συγκέντρωση και κατοχή υλικών αγαθών, αλλά είναι σύμφυτη με την πνευματική ισορροπία, την αλληλεγγύη και την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων με τη φύση και το περιβάλλον.

Η απόκτηση της γνώσης και η συνεχής προσπάθεια για την κατάκτησή της, η διεύρυνση των ορίων της Παιδείας και της μόρφωσης πρέπει να είναι αναμφισβήτητα κυρίαρχοι στόχοι των παιδιών και της νεολαίας. Η οργανωμένη πολιτεία οφείλει να παρέχει όλα τα εφόδια προς την κατεύθυνση αυτή ισόρροπα και απρόσκοπτα δίνοντας και δημιουργώντας ίσες ευκαιρίες σε όλα τα παιδιά του Ελληνικού λαού. Είναι όμως φανερό ότι αντικειμενικές συνθήκες και όχι μόνο, δεν επιτρέπουν το ξεκίνημα από τις ίδιες αφετηρίες, ούτε με τα ίδια μέσα, ούτε στο ίδιο περιβάλλον, με επιλεκτικές κινήσεις ακόμη και κοινωνικής συμπεριφοράς, αφού οι διαφορές στο πεδίο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης είναι τεράστιες και η οποιαδήποτε εκτίμηση, αξιολόγηση δεν είναι αντικειμενική και αξιόπιστη, αλλά διαβλητή, όταν μάλιστα υπάρχει συσσώρευση στο «άριστα», με αποτέλεσμα σε αρκετές περιπτώσεις να προκύπτει σημαντική απόκλιση από την αλήθεια. Έτσι η διάκριση, η αναγνώριση – ο ένας, ο πρώτος – πολλές φορές δεν είναι πραγματική και επιφέρει την αποστροφή και τα σχόλια μαθητών και γονιών.

Είναι ανάγκη οι όποιες προκύπτουσες διαφοροποιήσεις από τη σχετικότητα των βαθμών μεταξύ των μαθητών/τριών να εκλείψουν και το μέτρο της κλήρωσης να επεκταθεί σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και ας μην ωρύονται οι φωστήρες ότι πάμε προς τα κάτω, κατεβάζουμε τον πήχη κ.λπ. Η νοοτροπία και η εμμονή στις διαχωριστικές γραμμές, τα αξιολογικά επίπεδα, οι παντός είδους διακρίσεις και η ριζωμένη νοοτροπία «οι άριστοι και οι άλλοι» πρέπει να αποβληθούν και να καταργηθούν. Η βαθμολογία, σαν μορφή αξιολόγησης πρέπει να αντικατασταθεί με έκθεση του διδάσκοντα για κάθε μαθητή, που θα παραδίδεται στους γονείς του σε τακτά χρονικά διαστήματα και θα αναφέρεται στην ολόπλευρη παρουσία του, στις ενδεχόμενες αδυναμίες του και στους τρόπους αντιμετώπισής τους. Με κίνητρο τον εμπλουτισμό με χρήσιμες και ωφέλιμες γνώσεις, απαραίτητες και αναγκαίες και όχι τη βαθμοθηρία, το κυνήγι του βαθμού, που γίνεται σιγά σιγά αυτοσκοπός, με αρνητικές επιπτώσεις στη μακραίωνη εκπαιδευτική διαδικασία. Γιατί οι μαθητές και οι μαθήτριες δεν έχουν σχέση με νούμερα, είναι κυρίαρχα άτομα, που κανείς από τώρα δεν μπορεί να προδιαγράψει ή να προκαθορίσει την πορεία και το μέλλον τους, που αναπτύσσονται, διαμορφώνονται και προσβλέπουν σε ένα κοινωνικό περιβάλλον με αρχές και αξίες, το οποίο σύντομα θα κληθούν να αξιολογήσουν, να βελτιώσουν, να αλλάξουν.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr