Γράφει η Ειρήνη Κοκορού

«Τελετουργικό» αποτελεί η έκθεση γλυπτών του Θεόδωρου Παπαγιάννη.
«Ποιος είναι αυτός που φορά το καπέλο του στο γυμνό κεφάλι της σκιάς;»[1]. Αυτό το ερώτημα με συντρόφευσε στην έκθεση γλυπτών του Θεόδωρου Παπαγιάννη, με τίτλο «Τελετουργικό» στο Μουσείο Ελιάς και Ελληνικού Λαδιού, στη Σπάρτη.[2]
«…εννέα μνημειακών διαστάσεων γλυπτά… μια αλληλουχία φαντασιακών μορφών με τελετουργικό χαρακτήρα», η περιγραφή της έκθεσης. Αυτό που με περιμένει την υπερβαίνει, όπως και την πρώτη φορά που είδα τις μορφές του Θ. Παπαγιάννη στο Βυζαντινό Χριστιανικό Μουσείο. Στην εκεί εγκατάσταση, παράστεκαν μια τεράστια πομπή από πήλινα ειδώλια. Η συνάντησή μου μαζί τους υπήρξε μυσταγωγική. Συνδέθηκα με ανοιχτή καρδιά με την ανάγκη της συνεχούς πορείας του ανθρώπου προς τα εμπρός χωρίς να προσκολλάται στα γήινα παρόλο που μπορεί να τα αξιοποιεί. Θυμάμαι πως δεν ήθελα να βγω από την αίθουσα. Ανακαλώ εκείνη τη στιγμή ως «δέσμευση συμφιλίωσης» μέσα από τα λόγια του Σίλο: «Κάτι μεγάλο και καινούργιο μου συνέβη».[3]
Περνώντας σήμερα το κατώφλι του τόπου της εικαστικής εγκατάστασης «Τελετουργικό», βρίσκομαι στο πέρασμα από την περιφέρεια, όπου δεσπόζουν επιβλητικά τοτέμ και οι δραματικές σκιές τους, στο κέντρο, όπου ένα σημείο φωτιάς ορίζει ως ομφαλός μια ολόγιομη στέρνα. Πνευματικό κέντρο, που εκφράζει το άπειρο βάθος του χώρου, το πέρασμα από την μορφή στην αναπόληση, από την πολλαπλότητα στην ενότητα, από τον χρόνο στο άχρονο. [4] Η φλόγα-σύμβολο του πνεύματος θρέφεται με το λάδι του καρπού της ελιάς-σύμβολο της ειρήνης. Θα μπορούσε να είναι ό,τι ο Αριστοτέλης ονόμαζε «κινούν ακίνητον» και ο Δάντης «την αγάπη που κινεί τον ήλιο και τ΄άλλα άστρα».
Ο Θ. Παπαγιάννης, έχει μιλήσει για την καταγωγή αυτών των μορφών.[5] Το 1991, χρονιά δυναμικών κινητοποιήσεων για την Παιδεία, το κτίριο της Πρυτανείας του Πολυτεχνείου τυλίγεται στις φλόγες. Ο γλύπτης δεν στέκεται ανίσχυρος μάρτυρας μιας πραγματικότητας που τον εξουθενώνει. Με τα αποκαΐδια ορθώνει τις μορφές του. Ως συμβολικός πατέρας προχωρά πέρα από τη γέννα τους. Υιοθετώντας τη ζωή μέσα από την καταστροφή, αναλαμβάνει την πατρότητα για τα δημιουργήματά του, την ευθύνη για τα έργα του. Καθιστά την τέχνη του μια μαρτυρία, μια πράξη. Τα στήνει μπροστά στο Πολυτεχνείο μαζί με άδεια σκαμνιά, καλώντας τους περαστικούς να καθίσουν και να συνομιλήσουν μαζί τους, ανοίγοντας και κρατώντας τα ερωτήματα ζωντανά για το τι συνέβη και γιατί.
Την εγκατάσταση διαμαρτυρίας συνοδεύει με το κείμενο: «Τα φαντάσματά μου»: «… Όρθωσα σύμβολα της παρακμής ενός κόσμου που αλληλοσπαράσσεται [..] Προσπαθώ να ξαναβρώ το μίτο από κάτι που μοιάζει άπιαστο, υπερβατικό, μαγικό…».
Οι μορφές του, μοιάζει να επιτελούν το πένθος για την καταστροφή, ώστε ως Φαντάσματα να μην ρίξουν βαριά την σκιά τους, μα να επέλθει η μεταμόρφωση. Δεν είναι ο νεκρός που επιβάλλεται στον ζωντανό ως φάντασμα που στοιχειώνει τον κόσμο του, αλλά ο ζωντανός που ανασταίνει τον νεκρό για έναν κύρια λόγο: να συμφιλιωθεί μαζί του .[6] Ο απεικονιστικός συμβολισμός των μορφών του Θ. Παπαγιάννη συνιστά ταυτόχρονα μια μορφή αποστασιοποίησης αλλά και παρουσίας δια της εικόνας. Ό,τι προϋποθέτει η ψυχική διεργασία της συμφιλίωσης. Ο καλλιτέχνης δεν αποποιείται την καταστροφή, την εμπεριέχει κι έτσι είναι σε θέση να την μεταπλάσει. Ανασύρει από τα μπάζα της πυρκαγιάς του Πολυτεχνείου υλικά και αξιοποιώντας τις φόρμες, δίνει νέα ζωή στα καμένα.
Η καλλιτεχνική πράξη του Θ. Παπαγιάννη μπορεί να αναχθεί στην ψυχική διεργασία κάθε τραύματος ατομικού ή συλλογικού και θα μπορούσε να μεταφραστεί ως: «Η ανάσταση κάθε μέρα».[7] Συμβολικός λόγος που ενσαρκώνεται στη μετάδοσή του μέσω της Τέχνης, δείχνοντας μας ότι μπορούμε να είμαστε στον κόσμο δίνοντας νόημα στη ζωή και όχι καταστρέφοντάς την. Τα πυρπολημένα ξύλα που διατρέχουν ως σπονδυλική στήλη τις μορφές του Θ. Παπαγιάννη μας συνδέουν με τη μνήμη με έναν τρόπο γονιμοποιό. Είναι εκεί για να θυμόμαστε, ώστε να είμαστε σε θέση να ξεχάσουμε. Δεν μιλάμε για τη λησμονιά που εξαντλείται στο «δεν θέλω να ξέρω γι΄αυτό!». Ακριβώς επειδή τα διασχίζω μπορώ να τα ξεχάσω και να πω: ναι τώρα μπορώ να συμφιλιωθώ με το παρελθόν και να και να αναλάβω την ευθύνη για το μέλλον. Δεν είμαι μόνος μου. Είμαι μέρος της ραχοκοκαλιάς της ανθρωπότητας, είμαι μέρος του παρόντος που συνδέει το παρελθόν και το μέλλον μέσα από τη μακραίωνη εξελικτική πορεία του ανθρώπου πάνω στη γη.
Κατά την έξοδο μου από την έκθεση, μια φλόγα στο κέντρο μου σπιθίζει ανταποκρινόμενη στο ερώτημα που ανακλήθηκε κατά την είσοδο μου : «Ε λοιπόν, Νταμπέ, παιδί ενός Βουσμάνου, εσύ! Εσύ είσαι!»[8]
________________________________________
[1] Laurence Van der Post, The Heart of the Hunter, Penguin.
[2] Διάρκεια έκθεσης: 1 Ιουλίου-18 Σεπτεμβρίου 2017, ώρες λειτουργίας: καθημερινά, εκτός Τρίτης, 10:00-18:00. Είσοδος ελεύθερη.
[3] Ο Σίλο μιλά – Συλλογή απόψεων, σχολίων & διαλέξεων 1969-1995, Εκδόσεις Μονοπάτι 2017.
[4] Eduardo Cirlot – Juan, Το Λεξικό των Συμβόλων, Εκδόσεις Κονιδάρη 1995.
[5] Έλσα Μυρογιάννη, «ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ του Θεόδωρου Παπαγιάννη» εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2016.
[6] Tisseron Serge, Οικογενειακά Μυστικά, Εκδόσεις Άγρα 2014.
[7] Ρεκαλκάτι Μ., Η δύναμη της επιθυμίας, Εκδόσεις Καστανιώτη 2015.
[8] Laurence Van der Post, The Heart of the Hunter, Penguin.

Αναδημοσίευση από το pressenza.com

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr