Γράφει ο Χρήστος Α.Πλειώτας*

Ως μαχόμενος Δικηγόρος θλίβομαι και στενοχωρούμαι όταν βλέπω ανθρώπους αξιοπρεπείς και μαχητές της ζωής, να «τσαλακώνονται» ηθικά και πραγματικά, με καταδίκες σε ποινές φυλάκισης για ποινικά αδικήματα «ευρείας κυκλοφορίας» που άπτονται της άλλοτε κραταιάς επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.

Καταδίκες σε ποινές φυλάκισης για έκδοση ακάλυπτων επιταγών ή για υπερημερία ως προς την καταβολή τιμήματος από αγορά αγροτικών ή κτηνοτροφικών προϊόντων ή για φορολογικά αδικήματα (μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, μη απόδοση Φ.Π.Α. ή φόρου εισοδήματος) ή για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών κ.τ.λ.

Θλίβομαι περισσότερο όταν οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι καν σε θέση να αποτίσουν σε χρήμα τις βραχυχρόνιες ποινές φυλάκισης που τους έχουν επιβληθεί και απειλούνται με εγκλεισμό τους στη φυλακή, όταν το ποινικό τους μητρώο δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να τους χορηγήσει αναστολή εκτέλεσης των ποινών τους.

Γι’ αυτούς τους πολίτες ο νομοθέτης με το Ν. 3904/2010 αντικατέστησε το άρθρο 82 του Ποινικού μας Κώδικα που τιτλοφορείται: «Μετατροπή των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών» και εισήγαγε την δυνατότητα του Δικαστηρίου να τους χορηγήσει προθεσμία από δύο έως τρία έτη, ώστε μέσα σ’ αυτήν να καταβάλουν το ποσό εξαγοράς της ποινής τους σε δόσεις, που το ίδιο το Δικαστήριο ορίζει.

Η «διευκόλυνση» αυτή παρέχεται στον καταδικασθέντα όταν το Δικαστήριο εκτιμήσει ότι δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει αμέσως το σύνολο του ποσού, της σε χρήμα μετατραπείσης ποινής φυλάκισης που του επεβλήθη.

Επιπλέον με τον ίδιο νόμο δίνεται η δυνατότητα στον καταδικασθέντα να δηλώσει στο Δικαστήριο, ότι δεν μπορεί να καταβάλει το ποσό της μετατροπής της ποινής του σε χρήμα μέσα στην προθεσμία των δύο έως τριών ετών, οπότε ζητά να μετατρέψει περαιτέρω την ήδη μετατραπείσα σε χρήμα ποινή φυλάκισης που του επέβαλε, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας.

Εφόσον το Δικαστήριο δεχθεί το αίτημα του καταδικασθέντος, ορίζει με την απόφασή του και τον αριθμό των ωρών κοινωφελούς εργασίας αυτού, οι οποίες κυμαίνονται από 100 έως 240 ώρες για ποινή φυλάκισης έως ένα έτος, από 241 έως 480 ώρες για ποινή φυλάκισης από ένα έως δύο έτη, από 481 έως 720 ώρες για ποινή φυλάκισης από δύο έως τρία έτη, από 721 έως 960 ώρες για ποινή φυλάκισης από τρία έως τέσσερα έτη και από 960 έως 1.200 ώρες για ποινή φυλάκισης από τέσσερα έως πέντε έτη, ενώ προσδιορίζεται και προθεσμία όχι μεγαλύτερη από πέντε έτη για την εκτέλεση των ωρών αυτών.

Έως την ψήφιση του Ν. 3904/2010 σε περίπτωση που κάποιος καταδικαζόταν σε ποινή φυλάκισης μετατραπείσα σε χρηματική ποινή και δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει την ποινή του (δηλαδή να καταβάλει ολόκληρο το ποσό της μετατροπής) εκτελείτο η αρχική ποινή (φυλάκισης). Δηλαδή οδηγείτο στη φυλακή.

Εάν και όταν εύρισκε τα χρήματα για να εξαγοράσει την ποινή του (με την καταβολή δηλαδή του ποσού της μετατροπής) ο Εισαγγελέας του τόπου έκτισης της ποινής, έδινε παραγγελία για την αποφυλάκιση του καταδικασθέντος.

Ακόμα και αν είχε τα χρήματα για να εξαγοράσει την ποινή του (ο καταδικασθείς) πλην όμως είχε την ατυχία να καταδικασθεί σε ημέρα αργίας που δεν λειτουργούσε το Δημόσιο ταμείο, τότε κρατείτο στο κρατητήριο από τις αστυνομικές αρχές μέχρι την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Η κράτηση στην Αστυνομία γινόταν με προφορική εντολή του αρμόδιου Εισαγγελέα.

Η νομιμοποιητική βάση του Ν. 3904/2010 και η καθιέρωση αφενός μεν χορήγησης προθεσμίας δύο έως τριών ετών στον οικονομικά αδύναμο καταδικασθέντα, ώστε να καταβάλει σε δόσεις την ποινή φυλάκισης που του επεβλήθη, αφετέρου δε να ζητήσει την περαιτέρω μετατροπή της ποινής του σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, σε υπηρεσίες του κράτους, των οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου ή και σε μη κερδοσκοπικά κοινωφελή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ή και άλλα τα οποία ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τυχόν συναρμόδιων Υπουργών, ώστε να μην οδηγηθεί στη φυλακή, είχε ως αφετηρία την παγιωμένη στην σωφρονιστική επιστήμη θέση, ότι η έκτιση των βραχυχρόνιων ποινών κατά της προσωπικής ελευθερίας με εγκλεισμό στις φυλακές, πρέπει να αποφεύγεται λόγω των «ατοπημάτων» (Αιτιολογική Έκθεση Σχεδίου Ποινικού Κώδικος 1937) ή μειονεκτημάτων των ποινών αυτών, δηλαδή της ακαταλληλότητάς τους να συντελέσουν στην βελτίωση των κρατουμένων (ελλείψει επαρκούς χρόνου για να ασκηθεί σ’ αυτούς η υποτιθέμενη βελτιωτική επίδραση της ποινής), αλλά και λόγω της «εγκληματογόνου μολύνσεως» που προκαλούν, με τον αναγκαστικό συγχρωτισμό πρωτόπειρων δραστών ή και δραστών μικρής βαρύτητας αξιόποινων πράξεων με κρατούμενους, που έχουν ιστορικό καταδικών και φυλακίσεων, για σοβαρές αξιόποινες πράξεις (Σπινέλλης 1986, 213 επ. Τζαννετάκη 1998, 44 επ. Μανωλεδάκης Ποινικό Δίκαιο, γενική θεωρία 204, 482 516-517).

Σημειώσατε ως θετική περαιτέρω εξέλιξη στα ανωτέρω, ότι με το Ν. 4093/12-11-2012 αντικαταστάθηκε η παρ. 1 άρθρου 82 Π.Κ. και πλέον επιτρέπεται η μετατροπή σε χρήμα ποινής φυλάκισης μέχρι και πέντε (5) ετών.

Έτι περαιτέρω πρόσφατα ο Άρειος Πάγος με τις υπ’ αριθ. 454/2016 (Ε’ Ποινικό Τμήμα), 94/2017 (Στ’ Ποινικό Τμήμα) και 130/2017 (Ζ’ Ποινικό Τμήμα) αποφάσεις του, έκρινε ότι επιτρέπεται να μετατραπεί σε χρηματική ποινή, ακόμα και αυτή της πενταετούς κάθειρξης, όπως και η συνολική ποινή κάθειρξης που υπερβαίνει την πενταετία, όταν ποινή βάσης αυτής είναι ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών. Ο Άρειος Πάγος άντλησε επιχειρήματα μεταξύ άλλων από τον σκοπό του νόμου 4093/012 που ήταν η αποσυμφόρηση των φυλακών, με επίκληση και παρατήρηση, ότι παρόμοιος ήταν ο σκοπός και των διατάξεων των προηγούμενων νόμων περί μετατροπής της ποινής φυλάκισης σε χρηματική ποινή. Επί του όλου θέματος αναμένεται με ενδιαφέρον η θέση της ολομέλειας του Άρειου Πάγου στην οποία παραπέμφθηκε το ζήτημα με την 723/2017 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή με πλειοψηφία τριών Αρεοπαγιτών έναντι δύο μειοψηφούντων, κρίθηκε ότι επιδέχονται μετατροπή σε χρηματικές ποινές, ακόμα και ποινές κάθειρξης πέντε (5) ετών.

Συνεπώς, μετά το Ν. 3904/2010 ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ η εκτέλεση της αρχικά επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, όταν δεν καταβάλλεται αμέσως το ποσό της μετατροπής, λόγω οικονομικής αδυναμίας του καταδικασθέντος.

Αυτό διότι το ποινικό Δικαστήριο αμέσως μετά την απόφαση του περί μετατροπής της ποινής φυλάκισης σε χρηματική, «οίκοθεν» (ήτοι άνευ αιτήματος του καταδικασθέντος) προβαίνει σε μία σειρά ενεργειών που στόχο έχουν να αποφευχθεί ο εγκλεισμός του καταδικασθέντος στη φυλακή, όταν ο τελευταίος δεν μπορεί να καταβάλει το ποσό της μετατροπής της ποινής του, είτε αμέσως και στο σύνολό του, είτε εντός προθεσμίας δύο έως τριών ετών σε δόσεις. Το Δικαστήριο αφού διαπιστώσει την οικονομική αδυναμία του καταδικασθέντος, του χορηγεί προθεσμία καταβολής της ποινής του σε δόσεις (δοσοποίηση) ή εφόσον το ζητήσει με αίτημά του ο καταδικασθείς μετά από δήλωσή του, ότι αδυνατεί να καταβάλει την ποινή του σε χρήμα, μετατρέπει την ποινή του σε παροχή κοινωφελούς εργασίας.

Η παροχή κοινωφελούς εργασίας αποτελεί σήμερα επικουρικό τρόπο ευνοϊκότερης έκτισης της ποινής φυλάκισης και όχι εναλλακτική ποινή που λειτουργεί ως αυτοτελής κύρωση. Έχει δε παρακολουθηματικό χαρακτήρα έναντι της μετατραπείσης σε χρήμα ποινής φυλάκισης.

Μετά το Ν. 3904/2010 η αποδοχή της αίτησης του καταδικασθέντος για την περαιτέρω μετατροπή της χρηματικής του ποινής, σε κοινωφελή εργασία, εξαρτάται ΜΟΝΟ από την μη δυνατότητά του να καταβάλει (πληρώσει) το ποσό της μετατροπής αμέσως ή εντός ορισμένης προθεσμίας. Το μόνο ουσιαστικό κριτήριο που θέτει ο νομοθέτης για να μετατραπεί μια ποινή φυλάκισης που έχει ήδη μετατραπεί σε χρηματική ποινή, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, είναι η αρχική ή η επιγενόμενη αδυναμία καταβολής του ποσού της μετατροπής από τον καταδικασθέντα.

Μετά το Ν. 3904/2010 το Δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα – προκειμένου να μετατρέψει την ποινή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας – να κρίνει αν η εργασία αυτή είναι «εφικτή» (πρόβλεψη του Ν. 1941/1991 που καταργήθηκε με το Ν. 3904/2010, ωστόσο είναι αυτονόητη) και «χρήσιμη» (πρόβλεψη του Ν. 1941/1991 που καταργήθηκε με το Ν. 2408/96).

Επίσης οι φορείς στους οποίους παρέχεται κοινωφελής εργασία υπό των καταδικασθέντων πολιτών, όπως π.χ. οι ΟΤΑ (Δήμοι, περιφέρειες) ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ το δικαίωμα να μην την αποδέχονται, ούτε να θέτουν με αποφάσεις συλλογικών οργάνων τους, ποσοτικούς ή άλλους περιορισμούς, σχετικούς με τον αριθμό των προσώπων που θα δεχθούν για να τους παράσχουν κοινωφελή εργασία, οι οποίοι (περιορισμοί) στην ουσία καταστρατηγούν τον σκοπό του νόμου, που είναι ο εξορθολογισμός εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης μέσα από την βελτίωση των καταδικασθέντων. Τέτοιες αποφάσεις είναι αντισυνταγματικές και εφόσον προσβληθούν θα ακυρωθούν.

Ο Δήμος Σπάρτης ήταν από τους πρώτους ΟΤΑ που συμπεριελήφθη στους πίνακες του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την παροχή στην υπηρεσία πράσινου και καθαριότητος αυτού, κοινωφελούς εργασίας από πολίτες που καταδικάστηκαν σε στερητικές της ελευθερίας ποινές (ποινές φυλάκισης), τις οποίες αδυνατούν να αποτίσουν σε χρήμα (να τις εξαγοράσουν).

Παρά τα λειτουργικά προβλήματα που παρουσιάστηκαν στην πορεία εφαρμογής του θεσμού της κοινωφελούς εργασίας, ο θεσμός εφαρμόζεται με επιτυχία όχι μόνο στο Δήμο Σπάρτης, αλλά και σ’ άλλους Δήμους της Λακωνίας που τον υιοθέτησαν μετά το Δήμο Σπάρτης ή ταυτόχρονα.

Θέλω να τονίσω ότι ο κάθε φορέας υποδοχής καταδικασθέντων που παρέχουν σ’ αυτόν κοινωφελή εργασία (π.χ. Δήμος) έχει απλώς την ευθύνη παρακολούθησης και εποπτείας των προσώπων που παρέχουν κοινωφελή εργασία, υπό την έννοια ότι αν διαπιστώσει ότι η εργασία τους παρέχεται ελλιπώς ή πλημμελώς (π.χ. δεν προσέρχονται καθόλου προς εργασία ή δεν προσέρχονται στο ωράριό τους) θα πρέπει να ενημερώνεται ο αρμόδιος Εισαγγελέας, ώστε να ενεργοποιήσει την παράγραφο 6 του άρθρου 82 Π.Κ.

Δεν δύναται όμως ο κάθε φορέας (π.χ. Δήμος) υπό το πρόσχημα ότι δεν έχει την δυνατότητα να παρακολουθεί και εποπτεύει επαρκώς τους εντασσόμενους στην κοινωφελή εργασία, να λαμβάνει αποφάσεις και να θέτει ποσοστώσεις ή άλλου είδους κριτήρια, με βάση π.χ. την φυλή, το χρώμα, το θρήσκευμα, την εθνική καταγωγή, τις πολιτικές ή ιδεολογικές πεποιθήσεις των καταδικασθέντων, θέτοντας με τις αποφάσεις αυτές όρους και προϋποθέσεις ένταξης περιορισμένων ατόμων στον θεσμό.

Η παροχή κοινωφελούς εργασίας ως εναλλακτικός τρόπος έκτισης ποινής, προσφέρεται σε όλους όσους επιθυμούν να ενταχθούν στο μέτρο αυτό, εφόσον το έκρινε το Δικαστήριο, ανεξαρτήτως κριτηρίων εντοπιότητας, π.χ. εάν είναι δημότες του συγκεκριμένου ΟΤΑ ή όχι.

Οι φορείς που εμπίπτουν στους σχετικούς πίνακες του Υπουργείου Δικαιοσύνης και έχουν δημοσιοποιήσει την πρόθεσή τους να δέχονται καταδικασθέντες για να τους παράσχουν κοινωφελή εργασία, είναι σαν τα εφημερεύοντα Νοσοκομεία. Απαγορεύεται να αρνηθούν την περίθαλψη του οποιοδήποτε ασθενούς που προσέρχεται σ΄ αυτά προς θεραπεία. Υποχρεούνται να περιθάλψουν όλους όσοι προσέρχονται σ’ αυτά.

Εφόσον δε διαπιστώνουν κρούσματα κατάχρησης του θεσμού ή ελλιπούς ή πλημμελούς παροχής, υποχρεούνται να το ανακοινώνουν στην Εισαγγελική Αρχή, ώστε να λάβει τα νόμιμα μέτρα κατά των παραβατών.

Με βάση τα ανωτέρω το ερώτημα του τίτλου του παρόντος άρθρου: «Στη φυλακή ή στον Δήμο;» είναι σαφές ότι τίθεται ως ερώτημα εργασίας και χρίζει μιας και μόνον απάντησης: φυσικά στον Δήμο «ως βούλεται» ο νομοθέτης και επιτάσσουν οι σύγχρονες αντιλήψεις για τον σωφρονιστικό, επανορθωτικό και εν γένει βελτιωτικό χαρακτήρα της ποινής. Ο θεσμός της έκτισης της ποινής φυλάκισης μέσω παροχής κοινωφελούς εργασίας είναι επιδοκιμαστέος και συνεπής με το αίτημα για «λιγότερη φυλακή» χωρίς ταυτόχρονα να αποδυναμώνεται η άμυνα της κοινωνίας και κάθε πολίτη απέναντι στο έγκλημα, όπως επισημαίνει εύστοχα ο καθηγητής Ποινικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης.

*Δικηγόρος

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr