Γράφει η Αναστασία Μήλιου*

Τελεσίδικη ακύρωση διαταγής πληρωμής μετά από έφεση που ασκήθηκε από την τράπεζα κατά πρωτόδικης απόφασης, που σε πρώτο βαθμό είχε επίσης ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής.

ΓΟΣ που ορίζει ότι το συμβατικό επιτόκιο της δανειακής σύμβασης υπερβαίνει τα εκάστοτε ισχύοντα εξωτραπεζικά είναι άκυρος. Συνεπώς είναι άκυρο το κονδύλιο των τόκων, αλλά και το συνολικό ποσό που επιδίκασε η διαταγή πληρωμής, καθώς οι τόκοι αυτοί στη συνέχεια κεφαλαιοποιήθηκαν και ανατοκίσθηκαν παράγοντας το τελικό ποσό για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής.

Επί οφειλής από πιστωτική κάρτα, η τράπεζα εξέδωσε διαταγή πληρωμής. Ο οφειλέτης άσκησε ανακοπή κατά της δγης πληρωμής την οποία κέρδισε πρωτοδίκως. Η τράπεζα άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης η οποία επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε τελεσίδικα πλέον την δγη πληρωμής δικαιώνοντας πλήρως τον οφειλέτη ανακόπτοντα.

Η εφετειακή απόφαση απέρριψε την έφεση της τράπεζας και κατ’επέκταση την δγη πληρωμής με το εξής σκεπτικό:

Σύμφωνα με την ΠΔ/ΤΕ υπ' αριθ. 2286/28.1.1994 που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθ. 1 του ν. 1266/1982 σχετικώς με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δελτίων, τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα, με την επιφύλαξη, όμως, των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον γι' αυτά καθεστώς δεν συνοδεύεται από τη θέσπιση ανωτάτων ορίων. Η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνο επιτοκίων. Εξάλλου τα εξωτραπεζικά επιτόκια παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεση τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Έτσι η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (ΑΚ 281). Ενόψει των ανωτέρω γενικός όρος που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις) είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος λόγω αντιθέσεως του στο άρθ. 2 παρ. 7 περ. ια' του ν. 2251/1994 όταν δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή-πελάτη. Σύμφωνα επίσης με το άρθρο 295 περ. α' ΑΚ, αν οφείλεται τόκος από δικαιοπραξία χωρίς να ορίζεται το ποσοστό του, ισχύει ο νόμιμος τόκος. Για τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών καρτών δεν υφίσταται νόμιμα καθοριζόμενος δικαιοπρακτικός τόκος. Γι' αυτό και η 2286/28.1.1994 Πράξη Διοικητή Τράπεζας Ελλάδος, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 1266/1982, όρισε ότι, «τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τη δανείστρια Τράπεζα, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν».

Επομένως, ο άνω συμβατικός τόκος που θα καθορίζεται εκάστοτε από την Τράπεζα και με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του κατόχου κάρτας, σε περίπτωση τμηματικών εξοφλήσεων, δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ισχύοντα κάθε φορά νόμιμο τόκο. Με βάση τις παραδοχές αυτές σε σχέση με τον διαληφθέντα γενικό όρο, είναι καταχρηστικός ο όρος του ΓΟΣ που επιτρέπει στην προμηθεύτρια κατά την έννοια του νόμου τράπεζα να προσδιορίζει οποτεδήποτε συμβατικό τόκο χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή-πελάτη κριτήρια ειδικά και εύλογα, πράγμα που οδηγεί στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσεως με την τράπεζα.

Παραβιάζεται έτσι από την τράπεζα η βαρύνουσα αυτήν υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας του σχετικού ΓΟΣ χωρίς να εξετάζεται αν η πρακτική εφαρμογή του όρου αυτού από τη τράπεζα έχει οδηγήσει πράγματι σε ανεπιεική για τους καταναλωτές επιτόκια. Ο Άρειος Πάγος με την με αριθμό 1219/2001 απόφασή του, αν και αναγνώρισε ότι τα τραπεζικά επιτόκια είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμα χωρίς ανώτατα ή κατώτατα όρια, διατύπωσε την κρίση ότι: «τα εξωτραπεζικά επιτόκια έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και αφορούν και τις τραπεζικές συμβάσεις, ο σκοπός της ελεύθερης διαπραγμάτευσης των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεση τους κάτω από τα εξωτραπεζικά, και συνεπώς, συμφωνία για επιτόκια μεγαλύτερα των εξωτραπεζικών «δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο». Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, οι όροι της σύμβασης της κάρτας που επιτρέπουν στην τράπεζα να χρεώνει υπέρμετρα ποσά τόκων υπολογίζοντας αυτά με επιτόκια ανώτερα των εξωτραπεζικών, είναι άκυροι και υποχρεούται η τράπεζα να εφαρμόσει κατά τους υπολογισμούς τόκων, κατ' ανώτατο όριο, τα ισχύσαντα εξωτραπεζικά επιτόκια.

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής ο οφειλέτης ισχυρίστηκε ότι κατά την εξέλιξη της σύμβασης του με την τράπεζα έλαβε χώρα καθορισμός συμβατικού τόκου καθ' υπέρβαση του εξωτραπεζικού επιτοκίου, κάτι που είναι παράνομο και καταχρηστικό παραθέτοντας και πίνακα διαμόρφωσης του εξωτραπεζικού επιτοκίου κατά τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης από 11-10-2004 μέχρι 22-11-2011. Ειδικότερα, ανέφερε ότι «στην ένδικη περίπτωση τα επιτόκια που ίσχυσαν δυνάμει των άκυρων ΓΟΣ της συμβάσεως ήταν για την περίοδο από 11-10-2004 (έναρξη της λειτουργίας της σύμβασης) έως 19-10-2011 (ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης) συμβατικό επιτόκιο 16,80 % + εισφορά του Ν.128/1975 0,60% = 17,40 % (παράρτημα στη σύμβαση χορήγησης κάρτας Eurobank Visa που βρίσκεται στη δεύτερη σελίδα της αίτησης-σύμβασης για έκδοση Eurobank Visa). Το επιτόκιο υπερημερίας ορίζεται συμβατικά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω του βασικού. Συνεπώς δυνάμει της μη νόμιμης υπέρβασης του επιτοκίου από 11-10-04 έως 19-10-2011, χρεώθηκαν και καταβλήθηκαν αχρεωστήτως τόκοι δικαιοπρακτικοί ύψους 3191.08 ευρώ, ήτοι περίπου το 35% της συνολικής απαίτησης (όπως αναλυτικώς παρατίθεται από την καθ' ης στην κίνηση του λογαριασμού που προσκόμισε για να επιτύχει την έκδοση της ανακοπτόμενης, ήτοι 11,95 ευρώ στις 27/4/06, 27,19 ευρώ στις 27/5/06, 41,70 ευρώ στις 27/6/06, 67,38 ευρώ στις 27/7/06, 61,62 ευρώ στις 27/8/06, 46,15 ευρώ στις 27/9/06, 45,48 ευρώ στις 27/10/06, 33,33 ευρώ στις 27/11/06, 50,98 ευρώ στις 27/12/06, 53,11 ευρώ στις 27/1/07, 59,80 ευρώ στις 27/2/07, 0,67 ευρώ στις 27/3/07, 16,37 ευρώ στις 27/10/07, 21,47 ευρώ στις 27/5/08, 33,65 ευρώ στις 27/6/08, 32,92 ευρώ στις 27/7/08, 34,51 ευρώ στις 27/8/08, 32,34 στις 27/9/08, 24,98 στις 27/10/08, 19,75 ευρώ στις 27/9/09, 69,09 ευρώ στις 27/10/09, 76,17 ευρώ στις 27/11/09, 74,22 ευρώ στις 27/12/09, 75,09 ευρώ στις 27/01/10, 74,57 ευρώ στις 27/02/10, 66,80 ευρώ στις 27/3/10, 71,93 ευρώ στις 27/4/10, 70,98 ευρώ στις 27/5/10, 71,89 ευρώ στις 27/6/10, 86,10 ευρώ στις 27/7/10, 102,99 ευρώ στις 27/8/10, 102,17 ευρώ στις 27/9/10, 110,04 ευρώ στις 27/10/10, 114,94 ευρώ στις 27/11/10, 115,72 ευρώ στις 27/12/10, 130,61 ευρώ στις 27/1/11, 132,38 ευρώ στις 27/2/11, 117,48 ευρώ στις 27/3/11, 130,89 ευρώ στις 27/4/11, 132,36 ευρώ στις 27/5/11, 136,77 ευρώ στις 27/6/11, 133,16 ευρώ στις 27/7/11, 139,17 ευρώ στις 27/8/11, 140,21 ευρώ στις 27/9/11), οι οποίοι, όμως, προέκυψαν (και στη συνέχεια κεφαλαιοποιήθηκαν και ανατοκίσθηκαν) με τις ακόλουθες υπερβάσεις παρανόμως και πέραν του εξωτραπεζικού δικαιοπρακτικού επιτοκίου:

από 11/10/04 έως 05/12/05 υπέρβαση επιτοκίου κατά 9.4%
από 06/12/05 έως 07/03/06 υπέρβαση επιτοκίου κατά 9.15%
από 08/03/06 έως 14/06/06 υπέρβαση επιτοκίου κατά 8.9%
από 15/06/06 έως 08/08/06 υπέρβαση επιτοκίου 8.65 %
από 09/08/06 έως 10/10/06 υπέρβαση επιτοκίου κατά 8,4%
από 11/10/06 έως 12/12/06 υπέρβαση επιτοκίου κατά 8.15%
από 13/12/06 έως 13/03/07 υπέρβαση επιτοκίου κατά 8.15%
από 13/12/06 έως 13/03/07 υπέρβαση επιτοκίου κατά 7.9%
από 14/03/07 έως 12/06/07 υπέρβαση επιτοκίου κατά 7.65%
από 13/06/2007 έως 08/07/2008 υπέρβαση επιτοκίου κατά 7.40%
από 09/07/2008 έως 07/10/2008 υπέρβαση επιτοκίου κατά 7.15%
από 08/10/2008 έως 08/10/2008 υπέρβαση επιτοκίου κατά 7.65%
από 09/10/2008 έως 11/11/2008 υπέρβαση επιτοκίου κατά 8.15%
από 12/11/2008 έως 09/12/2008 υπέρβαση επιτοκίου κατά 8.65%
από 10/12/2008 έως 10/03/2009 υπέρβαση επιτοκίου κατά 9.4%
από 11/03/2009 έως 07/04/2009 υπέρβαση επιτοκίου κατά 9.9%
από 08/04/2009 έως 12/05/2009 υπέρβαση επιτοκίου κατά 10.15%
από 13/05/2009 έως 12/04/2011 υπέρβαση επιτοκίου κατά 10.65%
από 13/04/2011 έως 12/07/2011 υπέρβαση επιτοκίου κατά 10.4%
από 13/07/2011 έως 08/11/2011 υπέρβαση επιτοκίου κατά 10,15%

Περαιτέρω, επίσης, δυνάμει μη νόμιμης υπέρβασης του επιτοκίου από 11-10-2004 ως 19-10-2011 χρεώθηκαν και καταβλήθηκαν αχρεωστήτως τόκοι υπερημερίας, οι οποίοι, όμως, προέκυψαν (και στη συνέχεια κεφαλαιοποιήθηκαν και ανατοκίσθηκαν) με τις ακόλουθες υπερβάσεις παρανόμως και πέραν του εξωτραπεζικού επιτοκίου υπερημερίας:
από 11/10/04 έως 05/12/05 υπέρβαση επιτοκίου κατά 11,4 %
από 06/12/05 έως 07/03/06 υπέρβαση επιτοκίου κατά 11.15%
από 08/03/06 έως 14/06/06 υπέρβαση επιτοκίου κατά 10.9%
από 15/06/06 έως 08/08/06 υπέρβαση επιτοκίου κατά 10.65 %
από 09/08/06 έως 10/10/06 υπέρβαση επιτοκίου κατά 10.4 %
από 11/10/06 έως 12/12/06 υπέρβαση επιτοκίου κατά 10.15%
από 13/12/06 έως 13/03/07 υπέρβαση επιτοκίου κατά 9.9%
από 14/03/07 έως 12/06/07 υπέρβαση επιτοκίου κατά 9.4%
από 13/06/07 έως 08/07/2008 υπέρβαση επιτοκίου κατά 9.65%
από 09/07/08 έως 07/10/2008 υπέρβαση επιτοκίου κατά 9.15%
από 08/10/08 έως 08/10/2008 υπέρβαση επιτοκίου κατά 9.65%
από 09/10/08 έως 11/11/2008 υπέρβαση επιτοκίου κατά 10.15%
από 12/11/08 έως 09/12/2008 υπέρβαση επιτοκίου κατά 10,65%
από 10/12/08 έως 10/03/2009 υπέρβαση επιτοκίου κατά 11.4%
από 11/03/09 έως 07/04/2009 υπέρβαση επιτοκίου κατά 11.9%
από 08/04/09 έως 12/05/2009 υπέρβαση επιτοκίου κατά 12.15%
από 13/05/09 έως 12/04/2011 υπέρβαση επιτοκίου κατά 12.65%
από 13/04/2011 έως 12/07/2011 υπέρβαση επιτοκίου κατά 12.4%
από 13/07/2011 έως 8/11/2011 υπέρβαση επιτοκίου κατά 12,15%»

Κατά συνέπεια, όπως προκύπτει σύμφωνα με τα ανωτέρω, στην ανακοπή καταγράφεται το αμφισβητούμενο ποσό τόκων, οι χρεώσεις από την εφαρμογή παράνομων επιτοκίων και συνδέονται για το διαδραμόν διάστημα από 11-10-2004 ως 19-10-2011 οι ως άνω χρεώσεις τόσο με την ακυρότητα συγκεκριμένου κονδυλίου του λογαριασμού, ήτοι των τόκων 3191,08 ευρώ, όσο και με το συνολικό ποσό που επιδίκασε η Διαταγή Πληρωμής (8.762,14 ευρώ), καθώς οι τόκοι αυτοί στη συνέχεια κεφαλαιοποιήθηκαν και ανατοκίσθηκαν, παράγοντας το τελικό ποσό για το οποίο εκδόθηκε η Διαταγή Πληρωμής, ενώ σε κάθε περίπτωση την ακυρότητα αυτή κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης δεν μπορούσε να γνωρίζει ο ανακόπτων - εφεσίβλητος.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του ακύρωσε τη Διαταγή Πληρωμής γιατί ο υπολογισμός της κίνησης έγινε με τρόπο μη νόμιμο, ήτοι με υπολογισμό των τόκων με τρόπο μη νόμιμο και καταχρηστικό.

Το γεγονός ότι εφετειακή απόφαση δέχεται αυτόν τον συγκεκριμένο λόγο ανακοπής για να απορρίψει την δγη πληρωμής είναι σημαντικό διότι σχεδόν όλες οι πιστωτικές κάρτες έχουν επιτόκιο το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ το νόμιμο.

Πρέπει όμως ο αναγνώστης να κατανοήσει το εξής: Η κάθε απόφαση που εκδίδεται όσο θετική και καλή κι αν είναι, αφορά ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ το δάνειο και την οφειλή στην οποία αναφέρεται και ΔΕΝ ΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΟΜΟΙΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ.

Ο κάθε δανειολήπτης οφειλέτης για να πετύχει παρόμοιο αποτέλεσμα, υποχρεούται να κινηθεί ατομικά δικαστικώς κατά της τράπεζας.

Και ναι πράγματι οι τράπεζες χρησιμοποιούν παράνομα καταχρηστικά επιτόκια και άλλους όρους στις συμβάσεις τους που επίσης έχουν κριθεί καταχρηστικοί και παράνομοι και μόνο η ύπαρξη τους ακυρώνει την δανειακή σύμβαση και κάθε οφειλή που απορρέει από αυτήν.

Συνεχίζουν όμως και το πράττουν διότι βασίζονται αφ’ενός στην άγνοια του πολίτη, στην απροθυμία του να εμπλακεί σε ένα δικαστικό αγώνα και ενδεχομένως στην οικονομική αδυναμία να διεκδικήσει τα δικαιώματά του.

*Δικηγόρος παρ’Εφέταις Αθηνών

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr