Γράφει ο Χρόνης Πολυχρονίου

Σήμερα αναγνωρίζεται ευρύτατα η μεγάλη σημασία του ανθρώπινου κεφαλαίου για την ανάπτυξη των χωρών. Το ενδιαφέρον των οικονομολόγων για το ανθρώπινο κεφάλαιο αναθερμάνθηκε κατά τη δεκαετία του ‘50, αφού αναγνωρίστηκε ότι τα μοντέλα των θεωριών ανάπτυξης δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν περισσότερο από το μισό της αύξησης της παραγωγικότητας των σύγχρονων οικονομιών. Μάλιστα, οι τελευταίες δύο δεκαετίες χαρακτηρίστηκαν από την ευρεία αναγνώριση της σημασίας της γνώσης, της καινοτομίας και του ανθρώπινου δυναμικού για την οικονομική ανάπτυξη, ιδίως όσον αφορά τις οικονομίες των αναπτυγμένων χωρών.

Επίσης, οι προσεγγίσεις των συστημάτων καινοτομίας ανέδειξαν μια σημαντική διάκριση της γνώσης, διαχωρίζοντάς την στο κωδικοποιημένο σκέλος της (αυτό δηλαδή που μπορεί να καταγραφεί και να αποτυπωθεί με κάποιο τρόπο, π.χ. σε βιβλία και βάσεις δεδομένων) και στο άρρητο, αυτό που δεν είναι δυνατόν να κωδικοποιηθεί αλλά παραμένει ενσωματωμένο σε ανθρώπους κάτι που για τους Έλληνες αποτελεί κληρονομιά.

Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, η διαρροή εγκεφάλων αποτελεί μια σημαντική πρόκληση για τις χώρες προέλευσης, ιδίως τις λιγότερο ανεπτυγμένες, οι οποίες βλέπουν τη θέση τους να αποδυναμώνεται στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Ταυτόχρονα, οι χώρες υποδοχής είναι εκείνες που καρπώνονται τα οφέλη του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, για το οποίο επιπλέον δεν έχουν επενδύσει οικονομικούς πόρους.

Αναμφίβολα, η διαρροή εγκεφάλων διαβρώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο και τα δημοσιονομικά έσοδα των χωρών προέλευσης, οι οποίες εισέρχονται έτσι σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης.

Η Ελλάδα διαθέτει υψηλής ποιότητας ανθρώπινο κεφάλαιο που θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα συγκριτικά πλεονεκτήματά της. Η Ελλάδα βρίσκεται στις υψηλότερες θέσεις των σχετικών διεθνών αξιολογήσεων. Η χώρα μας κατατάσσεται 4η με βάση κριτήριο της «διαθεσιμότητας επιστημόνων και μηχανικών». Ωστόσο, σύμφωνα με τη Eurostat, μέσα στην τετραετία 2010-2015, περίπου 350.000 Έλληνες πολίτες εγκατέλειψαν την Ελλάδα. Ο όγκος της εκροής προσέλκυσε την προσοχή των ΜΜΕ και προκάλεσε μια δημόσια συζήτηση για την αύξουσα διαρροή εγκεφάλων στην Ελλάδα.

Η διαρροή αυτή εγκεφάλων έχει λάβει επικίνδυνες διαστάσεις και προκαλεί ανησυχία σχετικά με τις προοπτικές ανάκαμψης μιας χώρας που στερείται όλο και περισσότερο το νεανικό και καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό της, το οποίο είναι απαραίτητο στην οποιαδήποτε απόπειρα αλλαγής του παραγωγικού της μοντέλου.

Συγκεκριμένα, από τη μία πλευρά η μετανάστευση του ανθρώπινου δυναμικού υψηλής κατάρτισης, και από την άλλη η ύφεση και η λιτότητα, δημιουργούν μια συνδυαστική επίδραση και μια αμοιβαία σχέση που ενισχύει τον υφεσιακό φαύλο κύκλο της ελληνικής οικονομίας. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί η επίδραση που έχει η διαρροή αυτή και στην ήδη προβληματική ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού, δηλαδή στην υπογεννητικότητα και τελικά στην περαιτέρω γήρανση του πληθυσμού.

Αναμφίβολα στην Ελλάδα, εδώ και πολλά χρόνια, υπάρχει αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης επιστημονικού δυναμικού, όπως προκύπτει από τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, υποαπασχόλησης, ετεροαπασχόλησης ή απασχόλησης σε δουλειές κατώτερες των προσόντων, από τις χαμηλές αμοιβές επιστημόνων κλπ. Παρατηρείται λοιπόν μια απραξία (συχνά μακράς διάρκειας) ή απασχόληση σε θέσεις εργασίας που απαιτούν μικρότερη εξειδίκευση, και συνεπώς μια εκ των πραγμάτων απαξίωση των ικανοτήτων και δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, που οδηγεί κάποιους από αυτούς τους επιστήμονες στη μετανάστευση.

H αναντιστοιχία αυτή δεν οφείλεται στην υπερβάλλουσα συνολική προσφορά πτυχιούχων: το ποσοστό των πτυχιούχων στο σύνολο του πληθυσμού είναι χαμηλότερο από τον μ.ό. τόσο της ΕΕ όσο και του ΟΟΣΑ, παρόλο βέβαια που το ποσοστό των πτυχιούχων έχει αυξηθεί δραστικά τα τελευταία χρόνια. Η αναντιστοιχία λοιπόν προσφοράς και ζήτησης θα πρέπει να ερμηνευθεί κυρίως ως απόρροια της περιορισμένης ζήτησης για επιστήμονες, καθώς οι επιχειρήσεις της Ελλάδας δεν έχουν καταφέρει να μετακινηθούν στην αλυσίδα παραγωγής της αξίας ώστε να παράγουν πιο σύνθετα προϊόντα και υπηρεσίες έντασης γνώσης και τεχνολογίας.
Η ελληνική οικονομία εδώ και πολλά χρόνια δέχεται μια «διπλή πίεση», είναι μια οικονομία που δεν μπορεί να ανταγωνιστεί ούτε αυτές που προσφέρουν φτηνή εργασία ούτε και αυτές που προσφέρουν υψηλές υποδομές, καινοτομία, τεχνολογία, προϊόντα και υπηρεσίες έντασης γνώσης κλπ. Αυτό συνιστά ένα διαρθρωτικό πρόβλημα που για να επιλυθεί απαιτεί βασικές αλλαγές στη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Η επιστροφή στην Ελλάδα του επιστημονικού δυναμικού, πολλοί εκ των οποίων έχουν πραγματοποιήσει πολυετείς σπουδές και σε πολύ καλά πανεπιστήμια, θα ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την ελληνική οικονομία αλλά και για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Ασφαλώς θα ήταν πολύ θετικό να επιστρέψουν συμβάλλοντας στην εισαγωγή καινοτομίας, στη μεταφορά τεχνογνωσίας και ερευνητικής, «μπολιάζοντας» έτσι την ελληνική κοινωνία. Μέσω ακριβώς της κυκλοφορίας εγκεφάλων να γίνει η Ελλάδα … Silicon Valley.

Ο στόχος ενός σχετικού προγράμματος πολιτικής «Επιστρέφω Ελλάδα - Γέφυρες Γνώσης / Συνεργασίας» είναι να συνδράμει την επιστροφή στην Ελλάδα σημαντικού μέρους των Ελλήνων επιστημόνων που σήμερα εργάζονται στο εξωτερικό. Παράλληλα, στοχεύει στην αξιοποίηση του πολύτιμου αυτού ανθρώπινου κεφαλαίου θεωρώντας ότι στο άμεσο μέλλον ένα σημαντικό μέρος του θα παραμείνει στο εξωτερικό. Η πολιτική αυτή απευθύνεται λοιπόν πρωταρχικά σε Έλληνες/ίδες επιστήμονες που εργάζονται στο εξωτερικό και θα ήθελαν να επιστρέψουν άμεσα στην Ελλάδα ή έστω να «συνδεθούν» με την Ελλάδα. Ο στόχος είναι να λειτουργήσει θετικά τόσο για την ελληνική οικονομία όσο και για τους Έλληνες/ίδες που εργάζονται στο εξωτερικό.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr