Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Η ιστορία της 4χρονης τριπλής κατοχής 1941-1944 (Γερμανοί–Ιταλοί-Βούλγαροι) είναι γεμάτη με ειδεχθή εγκλήματα, στα οποία προέβαιναν, κυρίως, οι Γερμανοί προκειμένου να καταστείλουν την Ελληνική Αντίσταση, η δύναμη και το εύρος της οποίας έγιναν αντικείμενο θαυμασμού σε ολόκληρον τον ελεύθερο κόσμο.

Ένα από τα φρικτά αυτά εγκλήματα συντελέστηκε στις 26 Νοεμβρίου 1943 στη θέση Μονοδέντρι του εθνικού δρόμου Τριπόλεως - Σπάρτης, εκεί όπου οι Γερμανοί εκτέλεσαν – δολοφόνησαν 118 Σπαρτιάτες ως «αντίποινα» για επίθεση ανταρτών του ΕΛΑΣ, στην ίδια θέση, εναντίον γερμανικής φάλαγγας.

Μετά την απελευθέρωση αποκαλύφθηκε, με επίσημα έγγραφα που ήρθαν στο φως , αυτό που γνώριζαν ΟΛΟΙ :

Ότι, δηλαδή, οι πιο πολλοί από τους 118 Ήρωες – Μάρτυρες της Ελευθερίας είχαν συλληφθεί με βάση καταλόγους, τους οποίους είχαν συντάξει σπαρτιάτες – ταγματασφαλίτες – συνεργάτες των γερμανών. Εκτός αυτού, οι ίδιοι οι συγγενείς των 118 κατέθεσαν και δημοσιοποίησαν μαρτυρίες ότι σε πολλές περιπτώσεις σπαρτιάτες ταγματασφαλίτες κουκουλοφόροι συνόδευαν τους γερμανούς και παρίσταντο στις συλλήψεις. Τέλος, οι ίδιοι οι ταγματασφαλίτες, κατά την υποτυπώδη και για τη «στάχτη στα μάτια» δικαστική έρευνα που έγινε μετά την απελευθέρωση, έδωσαν καταθέσεις στη δικαιοσύνη με ονοματεπώνυμα σπαρτιατών που συνεργάστηκαν ενεργά με τους γερμανούς κατακτητές ΚΑΙ στην υπόθεση του ανείπωτου εγκλήματος των 118.

Τελικά, μέσα στην μετακατοχική εμφυλιακή ελληνική πραγματικότητα, ΚΑΝΕΙΣ σπαρτιάτης συνεργάτης των γερμανών δεν δικάστηκε και (φυσικά) δεν τιμωρήθηκε ποτέ για τη μαζική και άνανδρη δολοφονία που συντελέστηκε στο Μονοδέντρι στις 26 Νοεμβρίου 1943, ανήμερα της γιορτής του Αγ. Νίκωνος, πολιούχου της Σπάρτης. Αντιθέτως οι χθεσινοί συνεργάτες των γερμανών προσχώρησαν στη νέα ελληνική εξουσία, καταλαμβάνοντας (μερικοί εξ αυτών) καίρια πόστα στον κρατικό μηχανισμό, συνεχίζοντας, επισήμως πλέον, το έργο της δίωξης των ιδεολογικών τους αντιπάλων. Ασκώντας κρατική και κοινωνική εξουσία, οι σπαρτιάτες δωσίλογοι, κι εκμεταλλευόμενοι την τρομολαγνεία των καιρών εκείνων κατά της αριστεράς κατάφεραν να μετατρέψουν την προσωπική τους ενοχή σε συλλογική.

Ολόκληρη η σπαρτιατική κοινωνία και οι θεσμικοί της φορείς αποδέχθηκαν σιωπηλά και αδιαμαρτύρητα την ενοχή για τη δολοφονία των 118 Μαρτύρων της Πατρίδας και της Ελευθερίας κι εξόρισαν από την Σπάρτη την Ιστορική Μνήμη και το Χρέος Τιμής. Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 40 χρόνια για να καθιερώσει τονεορτασμό της επετείου για την εκτέλεση των 118 Σπαρτιατών και το Μνημόσυνό τους ο ευπατρίδης- αείμνηστος Δήμαρχος Σπάρτης Γεώργιος Σαϊνόπουλος, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου κατά την 2η θητεία του, 1974-1978.

Παρά ταύτα, ακόμα και σήμερα, στον απόηχο του μαύρου παρελθόντος, εξακολουθούν να κυκλοφορούν στην τοπική κοινωνία περίεργες και ανιστόρητες θέσεις που ουσιαστικά επιχειρούν να αθωώσουν τους Ούνους εγκληματίες και τους σπαρτιάτες συνεργάτες τους για τη δολοφονία των 118, μεταθέτοντας την ευθύνη στους … αντάρτες του ΕΛΑΣ και την ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ !!!

Το μοτίβο που κυκλοφορεί επί χρόνια, με διάφορες παραλλαγές, είναι το ακόλουθο:
«Αν οι αντάρτες δεν είχαν χτυπήσει τους γερμανούς, δεν θα εκτελούνταν οι 118»!!!

Δεν ξέρω αν θα πρέπει κάποιος να ασχοληθεί σοβαρά για να ανατρέψει αυτό το ύποπτο, ανιστόρητο και σαθρό «επιχείρημα» τη στιγμή που ΟΥΤΕ το σκληρό μεταπολεμικό «ΔΕΞΙΟ» ελληνικό κράτος δεν διανοήθηκε καν να εκφράσει και να υιοθετήσει μια τέτοια αποκρουστική εκδοχή:

Στο ελληνικό κατηγορητήριο του τότε Ελληνικού Δικαστηρίου Εγκληματιών Πολέμου αναφέρεται, πολύ σωστά, επί λέξει ότι:

« … τα θύματά των, εξετελούντο εις αντίποινα, δια πολεμικάς ενεργείας νομίμως συγκροτημένων στρατιωτικών σωμάτων εις τας κατεχομένας χώρας».

Τέλος ΚΑΙ στη Δίκη της Νυρεμβέργης, όπου η σφαγή των 118 αποτελούσε το υπ αριθμ. 1 στοιχείο του κατηγορητηρίου, οι γερμανοί κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν με το γενικό σκεπτικό ότι:

« …τα αντίποινα αποτελούν μέρος προδιαγεγραμμένου σχεδίου προς τρομοκράτησιν…».

Η σημερινή Σπάρτη, οφείλει να αποτινάξει, επιτέλους, από πάνω της το άγος της δολοφονίας των 118. Κι αυτό μπορεί να γίνει ΜΟΝΟ με σεβασμό στην Ιστορική Μνήμη και στη Θυσία των 118 Εθνομαρτύρων της Ελευθερίας και με απότιση προς αυτούς της Υψίστης Τιμής που τους αξίζει .

Η μνήμη των 118 και του Μονοδεντριού ΠΡΕΠΕΙ να μας ενώνει κι όχι να μας χωρίζει !

Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει να γραφτεί, επιτέλους, η πραγματική Ιστορία για την τοπική Εθνική Αντίσταση, για τους Αγωνιστές και τα Θύματα της, που αντί για το βόλεμα, τον πλουτισμό και τη συνεργασία με τους κατακτητές επέλεξαν να υπερασπίσουν την Πατρίδα και τον Λαό της. Και η πραγματική Ιστορία δεν μπορεί παρά να είναι η Αλήθεια και ΜΟΝΟ η Αλήθεια. Μόνο τότε θα σταματήσουν οι ιδεολογικοί επίγονοι των συνεργατών των κατακτητών να συσκοτίζουν και να διαστρέφουν τα ιστορικά γεγονότα αμαυρώνοντας τις πιο χρυσές σελίδες της νεότερης ιστορίας μας αλλά και την ιερή μνήμη των θυμάτων του Εθνικού Αγώνα.

Το παρακάτω σπαρακτικό αλλά και μεγαλειώδες στη δραματική του λιτότητα γράμμα του Παναγιώτη Φιλιπόπουλου, από τη Μαγούλα Σπάρτης, Μάρτυρα της 2ης ομαδικής εκτέλεσης 45(;) - 50(;) πατριωτών που έγινε στις 21 (;) Μαρτίου 1944, πάλι στο Μονοδέντρι, προς τη γυναίκα του Γιαννούλα, από τις φυλακές της Σπάρτης, στις 15 Μαρτίου 1944, είναι μια ιστορική και καταλυτική Μαρτυρία Ζωής, μπροστά στην οποία καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι ΟΛΑ τα «επιχειρήματα» της «μαύρης προπαγάνδας» ενώ συγχρόνως φωτίζεται το Μεγαλείο Ψυχής των 118 και των άλλων Μαρτύρων Αντίστασης, η ανθρώπινη ποιότητά Τους αλλά και τα Ιδανικά για τα οποία έδωσαν τη ζωή Τους, θυσία στο Βωμό της Λευτεριάς:

"Σπάρτη 15 Μάρτη 1944
Αγαπημένη μου Γιαννούλα και παιδιά Μαρία και Γιώργο, ρουφιάνοι πατριώτες μας καταδίκασαν εις θάνατον. Γιαννούλα θυμάμε τις παραγγελίες που μου έστειλες με το Γιώργη και τους άλλους και με καίνε όπου δεν τις άκουσα. Κουράγιο και υπομονή και να τηράς τα παιδιά, φαντάζομαι την συνφορά σου. Έτσι είναι το αίμα μου που θα χυθεί θα στοιχειώσει το δέντρο της λευτεριάς. Για ενθύμιο σου αφήνω το τσακμάκι μου και το μανδίλι μου γιατί δεν έχω άλλο τίποτα. Σας στέλνω τα τελευταία μου φιλιά στο χαρτί αφού δεν μπορώ στην πραγματικότητα.
Φεύγω για πάντα γεια σου.
Παναγιώτης Φιλιππόπουλος

Μου περισσεύουν 4.000 πιείτε το κρασί και να σφάξεις και ένα κατσίκι και όχι κλάματα. Η τελευταία μου επιθυμία είναι να διασκεδάσετε το χαμό μου. Nα δώσεις του Παπασπυρίδη 300.000 που του οφείλω".

ΥΓ :
α)Το γράμμα έφερε στο φως, το 2013, σε άρθρο του, ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» της Καλαμάτας, Ηλίας Μπιτσάνης. Του το παρέδωσε ο άντρας της εγγονής του Παν. Φιλιππόπουλου .
β)Το γράμμα δημοσιεύεται διορθωμένο για καλύτερη κατανόησή του.