Γράφει η Ποτούλα Πασχαλίδη

«Θα μεταδοθούν αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, οδός 3ης Σεπτεμβρίου αριθμός 21»

Πόσες φορές αλήθεια άκουσα εκείνα τα χρόνια τούτη τη φράση στο μεγάλο ραδιόφωνο που είχαμε στο σαλόνι. Εκείνο το μεγάλο TELEFUNKEN ραδιόφωνο. Πιτσιρίκι ήμουν, πόσων χρόνων που να θυμάμαι. Την φράση του εκφωνητή όμως δεν την ξέχασα ποτέ. Και ας πέρασαν τα χρόνια και ας άλλαξαν οι καιροί. Η φράση του εκφωνητή, εκεί, αναλλοίωτη.
Βοούν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για τα όσα μας χρωστάνε οι Γερμανοί από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Αναγκαστικό δάνειο που πήραν από την εξαθλιωμένη από εκείνους χώρα μας να ταΐσουν, τάχα μου, το στρατό τους. Πολεμικές επανορθώσεις, για τις καταστροφές που προξένησαν οι βάρβαροι στον ταλαίπωρο τόπο μας. Το τρίτο το καλύτερο, εκείνο που ανασύρει πληγές που ποτέ δεν έκλισαν, που αιμορραγούν και πονάνε όσα χρόνια και να περάσουν , είναι οι αποζημιώσεις για τους χιλιάδες Έλληνες, άντρες γυναίκες και παιδιά που εξόντωσαν με τον χειρότερο τρόπο τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής.

Το Δίστομο, τα Καλάβρυτα, το Κοντομάρι, Κάνδανος το Κομένο, οι Λιγκιάδες, η Κλεισούρα, ο Χορτιάτης, η Κοκκινιά, η Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη μολογάνε φρικτά εγκλήματα που δεν τα βάζει ανθρώπου νους. Και ο πόνος της ψυχής των ανθρώπων που έμειναν πίσω, μπορεί με τα χρόνια να απάλυνε ποτέ μα ποτέ δεν γίνεται να σβήσει. Μπορεί όλοι να συμμερίζονται τις οικογένειες που έχασαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο τους δικούς τους ανθρώπους, να λένε λόγια παρηγοριάς, όμως ποτέ μα ποτέ δεν θα μπορέσουν να μπουν στη δική τους θέση.

Ο Νίκος ο Σπανόπουλος, ετεροθαλής αδερφός της μάνας μου, ήταν 25 χρονών παλικάρι όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Είχε σπουδάσει λιθογράφος και εργαζόταν σε μεγάλη Αθηναϊκή εφημερίδα. Και ήταν σπουδαία η δουλειά του, μια και έβγαζε 5.000 δραχμές προπολεμικές τον μήνα. Πολλά τα λεφτά, κατά που λέγανε. Μια μέρα οι κατακτητές μπήκαν στην εφημερίδα, τα έκαναν άνω-κάτω και τους μάζεψαν όλους. Η οικογένεια του στη Σπάρτη έμαθε πως τον πήραν μαζί με τους συναδέλφους του όμηρο στη Γερμανία. Και χάθηκαν τα ίχνη του. Και τι δεν έκαναν οι δύστυχοι για να μάθουν κάποιο νέο για τον άνθρωπο τους. Τίποτα όμως. Δύσκολοι οι καιροί, δύσκολη η επικοινωνία, κανένα το αποτέλεσμα.

Δεν το έβαλαν όμως κάτω ούτε για μια στιγμή. Ο Νίκος, ο γιός και αδερφός ήταν πάντα η έννοια τους, η σκέψη τους, ο καημός τους. Αρχές της δεκαετίας του 60 και ακόμη τον αναζητούσαν. Δεν έπαψαν ποτέ να ελπίζουν για κάποιο νέο, κάποια πληροφορία, έστω και που τον έχουν θαμμένο, αν δεν ήταν ζωντανός, να του ανάψουν ένα κερί, να κλάψουν πάνω στον τάφο του. Σιγή.

Εκείνες τις Κυριακές ακόμη τις φυλάω στην μνήμη μου. Μαζεμένοι όλοι γύρω από το ραδιόφωνο, στη μεγάλη σάλα, να περιμένουμε με αγωνία να ακούσουμε τις αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Η μάνα μου στη ντιβανοκασέλα σιωπηλή, με σκυμμένο το κεφάλι ακούνητη, άγαλμα. Ο αδερφός της, να βρίζει και να βλαστημάει τους …Γερμαναράδες τους βρωμιάρηδες, που μας διαλύσανε, που σκοτώσανε τα παλικάρια μας, που μας κάψανε τη γούνα (τότε δεν καταλάβαινα τι σημαίνει και κοιτούσα με απορία). Ο πατέρας μου, που δεν γνώρισε ποτέ αυτόν τον αδερφό της γυναίκας του και που από ότι έμαθα σαν μεγάλωσα, είχε κινήσει γη και ουρανό μπας και βρει καμιά πληροφορία και απαλύνει τον πόνο της οικογένειας του, περίμενε καθισμένος στην πολυθρόνα του πιο ψύχραιμός και χωρίς να ελπίζει. Και όταν ερχότανε η σειρά να αναζητήσει ο εκφωνητής και τον δικό μας άνθρωπο, η γιαγιά, χαροκαμένη μάνα, που μήνες μετά απ’ όταν πήραν το παιδί της έχασε και τον άντρα της, τραγική φιγούρα, όρμαγε, αγκάλιαζε το ραδιόφωνο και με φωνή που ράγιζε και την πιο σκληρή καρδιά έσκουζε και την άκουγε η γειτονιά.

-Παιδάκι μου, Νίκο μου, που είσαι; Που σε πήραν οι κακούργοι; Τι σου κάνανε Νίκο μου παιδάκι μου. Που να το ‘βρουν οι φονιάδες, οι θεοσκοτωμένοι. Και έκλαιγε, και έκλαιγε και αναστέναζε, και σταματημό δεν είχε.

Αυτή η σκηνή, σαν από αρχαία τραγωδία βγαλμένη, επαναλαμβανότανε κάθε Κυριακή με την ίδια ένταση. Είχαν περάσει 10 και βάλε χρόνια και ο πόνος, η αγωνία άλλα και η ελπίδα δεν λέγανε να κοπάσουν. Δεν θυμάμαι πότε σταμάτησε η αναζήτηση. Μπορεί και να ήταν το ’67 όταν η γιαγιά αναχώρησε.

Δεν θα σχολιάσω το γιατί 7 δεκαετίες τώρα δεν έγινε τίποτα, γιατί δεν τιμωρήθηκαν οι υπαίτιοι, γιατί δεν αποζημιώθηκαν όπως έγινε σε άλλες χώρες, όσοι υπέστησαν τις συνέπειες ενός κόμη απάνθρωπου πολέμου. Ευχή και ελπίδα, αλλά και απαίτηση να γίνει κάτι, έστω και καθυστερημένα, να πληρώσουν οι φονιάδες, να υπάρξει δικαίωση.

Όμως ότι και να γίνει, μονάχα οι …πληγές της ύλης θα επουλωθούν. Εκείνες της ψυχής όσων έζησαν τη βαρβαρότητα, όσων είδαν τους δικούς τους ανθρώπους αδικοσκοτωμένους, όσων έψαξαν μάταια τους εξαφανισμένους τους, είναι αδύνατον να τις κλίσουν. Αυτή η δουλειά επαφίεται στον θάνατο.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr