Γράφει ο Νίκος Μπακής

Είναι γνωστό ότι εδώ και δεκαετίες, ολοένα και περισσότεροι rock stars της παγκόσμιας μουσικής σκηνής προτιμούν ηλεκτρικές κιθάρες από μια εταιρία. Την Epiphone, η οποία είναι η μεγαλύτερη αμερικάνικη εταιρία κατασκευής μουσικών οργάνων στον κόσμο. Κανείς όμως δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι ιδρυτής της ήταν ένας Έλληνας. Ο Σπαρτιάτης Επαμεινώνδας Σταθόπουλος του Αναστασίου.

Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από την αρχή. Στη Νέα Υόρκη, στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Επαμεινώνδας Σταθόπουλος ήταν ένας κοσμοπολίτης «businessman», γνωστός στους κύκλους των μουσικών με το προσωνύμιο «Epi». Υπήρξε ο καινοτόμος οργανοποιός υπεύθυνος στη μετεξέλιξη ακουστικών οργάνων όπως η κιθάρα, το μαντολίνο, το μπουζούκι, το μπάντζο σε ηλεκτρικές κιθάρες, χωρίς ακουστικά ηχεία. Η φίρμα του Epiphone (το «Epi» από το Επαμεινώνδα και το phone από την ελληνική λέξη – φωνή) ιδρύθηκε το 1924. Το 1941 ο «Έπι» Σταθόπουλος μαζί με τον βιρτουόζο κιθαρίστα Les Paul κατασκεύασαν την πρώτη κιθάρα φτιαγμένη σε μασίφ ξύλο. Λέγεται πως εκείνη την περίοδο έκαναν δοκιμές τις Κυριακές, όταν το εργοστάσιο ήταν κλειστό και επικρατούσε ησυχία.

Η ηλεκτρική κιθάρα, στο σώμα που γνωρίζουμε σήμερα και αποθεώθηκε από εκατομμύρια μουσικούς και συγκροτήματα της blues, της jazz και της rock μουσικής, είναι αποτέλεσμα πολύωρων δοκιμών ενός παθιασμένου, με τον ήχο, Έλληνα. Σήμερα αν κοιτάξτε προσεκτικά φωτογραφίες συγκροτημάτων όπως των Beatles, των Oasis, των U2 κ.α. Θ’ ανακαλύψετε πως συχνά στα χέρια τους κρατούν κιθάρες σχεδιασμένες από εμπνεύσεις του Έλληνα εμιγκρέ. Οι αυθεντικές Epiphone – που έχουν ως λογότυπο το κεφαλαίο «Ε», είναι ένας ζωντανός θρύλος.

Η ιστορία της οικογένειας Σταθόπουλου είναι ένας φάρος ευγενικής προσφοράς στη μουσική. Οι ρίζες της αναζητούνται στη Λακωνία. Ο Αναστάσιος Σταθόπουλος γεννήθηκε το 1863 στο χωριό Καστανιά (σημερινό Καστόρι) του Δήμου Πελλάνας. Και εγγράφηκε στο μητρώο αρρένων της κοινότητας Μαγούλας Λακωνίας ένα χρόνο αργότερα. Το 1873 η οικογένειά του μετανάστευσε στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, όπου εκεί θα βρει την ιδανική ατμόσφαιρα και τους κατάλληλους ανθρώπους, για να εξελίξει το ενδιαφέρον του στην κατασκευή μουσικών οργάνων. Λέγεται πως ο Αναστάσιος Σταθόπουλος κατασκεύασε το πρώτο του μουσικό όργανο σε ηλικία μόλις 10 ετών.

Η πρώτη εργασία του νεαρού Αναστάσιου ήταν στο κατάστημα ενός Ιταλού με το όνομα Κορλέτι. Μαζί του εντρύφησε στη κατασκευή μαντολίνων και πήρε τα εφόδια να προχωρήσει στη ζωή του. Μετά το γάμο του με την Μαριάνθη Βάμβα, μια Χιώτισσα γεννημένη στη Σμύρνη, άνοιξε το πρώτο του εργαστήριο. Από εκεί έβγαιναν μπουζούκια, μαντολίνα, λαούτα, βιολιά, κιθάρες και πιθανότατα μπάντζο δικής του κατασκευής.

Η οικογένεια απέκτησε τέσσερα παιδιά τον Επαμεινώνδα (όνομα εμπνευσμένο από τον Θηβαίο στρατηγό), τον Ορφέα, τον Αλέξανδρο και την Αλκμήνη. Η αρχαιοελληνική επιλογή στα ονόματα των παιδιών είναι η δεύτερη σημαντικότερη πληροφορία που διαθέτουμε για τη ζωή του, ο οποίος ήταν λάτρης της ελληνικής μυθολογίας. Επειδή όμως ήταν άνθρωπος με εθνική συνείδηση, οι διώξεις του ελληνικού στοιχείου, την εποχή εκείνη, είχαν αρχίσει να τον ανησυχούν. Η άνοδος του τούρκικου εθνικισμού στην Σμύρνη, ήταν η αιτία που τον ώθησε, για δεύτερη φορά, σε αναζήτηση ενός νέου μεταναστευτικού προορισμού για την εξαμελή οικογένειά του. Το 1903, σε ηλικία 40 ετών, ο Αναστάσιος αποφάσισε πως ο νέος σταθμός της οικογένειάς του θα είναι η Νέα Υόρκη. Ήταν μια εποχή που ολοένα και περισσότεροι Έλληνες αναζητούσαν την τύχη τους στο «μεγάλο μήλο». Άλλωστε η Νέα Υόρκη ήταν ο νέος κόσμος των ευκαιριών με έντονο το Ελληνικό και ειδικά το Λακωνικό στοιχείο. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ζούσαν εκεί γύρω στους 10.000 Έλληνες. Η πίστη του στη δοκιμή προκλητικών προορισμών ήταν αδιαπραγμάτευτη.

Η οικογένεια Σταθόπουλου έφτασε στη Νέα Υόρκη το Σεπτέμβρη του 1903. Εγκαταστάθηκε στη γειτονιά των Queens. Εκεί ο Αναστάσιος θα στήσει το νέο του εργαστήριο και θα ασχοληθεί, αποκλειστικά, με την οργανοποιία. Το ζευγάρι θα αποκτήσει ακόμα δυο παιδιά τον Φρίξο και την Έλλη, η οποία απεβίωσε το 1994. Και επειδή εκείνη την περίοδο η ζήτηση για μαντολίνα ήταν ιδιαίτερη, προσέλαβε τον Ιταλό χαρισματικό μάστορα Henry Cappielo, ο οποίος ήταν κατάλληλος παιδαγωγός των παιδιών του στην διδαχή της τέχνης κατασκευής οργάνων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1900 τα όργανα στου Σταθόπουλου είχαν ολοένα και μεγαλύτερη ανταπόκριση στον κόσμο της μουσικής. Ο πολυσχιδής Έλληνας εμιγκρές αποφάσισε πως, αφού η φήμη της ποιότητας των κατασκευών του άρχισαν να ξεπερνούν τα όρια της πόλης που ζούσε, έπρεπε τα όργανα να έχουν μια ετικέτα που θα έφερναν το όνομα του κατασκευαστή τους. Προτιμά να γράφει το όνομα «A. Stathopoulo» στις κατασκευές του. Το γράμμα «ς» από το επώνυμο απαλείφεται, γιατί το Stathopoulo είναι περισσότερο ευκολοχώνευτο στην προφορά του από τους Αμερικανούς.

Όταν ο Αναστάσιος έφυγε από τη ζωή το 1915, επικεφαλής του εργαστηρίου ανέλαβε ο πρωτότοκος γιός του Επαμεινώνδας. Ένας άνθρωπος που συνδύαζε το επιχειρηματικό δαιμόνιο με την αγάπη στην εξέλιξη των μουσικών οργάνων. Το 1917 ο «Έπι» αποφάσισε ν’ αλλάξει για δεύτερη φορά το όνομα και διαλέγει το «House of Stathopoulo». Το 1924 το αλλάζει για τρίτη, και τελευταία φορά, και επιλέγει το «Epiphone». Από το 1925 έως το 1937 τα έγχορδα γίνονται κάτι σαν το «trademark» (σήμα κατατεθέν) του άριστου μουσικού οργάνου. Κορυφαίοι κιθαρίστες όπως τον Harry Volpe , τον Joe Pass ηχογραφούν καταπληκτικά jazz κομμάτια, προτιμώντας τις κιθάρες του Σταθόπουλου. Το ίδιο κάνει και ο θρύλος της blues ο John Lee Hooker. Η εταιρία κατασκευάζει μπάντζο, ηλεκτρικές και ακουστικές κιθάρες, ενώ παρουσιάζει και τους πρώτους μαγνήτες με ρυθμιζόμενους πόλους. Μια καινοτομία που επιτρέπει στους κιθαρίστες να ρυθμίζουν οι ίδιοι το ηχόχρωμα του ήχου του οργάνου τους.

Η αυλαία πέφτει όταν ο Επαμεινώνδας Σταθόπουλος πεθαίνει το 1943 από λευχαιμία. Τα αδέλφια του ο Ορφέας και ο Φρίξος ανέλαβαν να συνεχίσουν την κληρονομιά του, αλλά μάταια όμως. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος βρίσκει την εταιρία σε άθλια οικονομική κατάσταση. Η παραγωγή της μειώνεται δραματικά και τα χρόνια που ακολουθούν κατασκευάζει μόνο μπάσα. Το 1957 η ανταγωνίστρια εταιρία της Epiphone, η Gibson, την αγοράζει για μόλις 20.000 δολάρια. Με την εξαγορά της, καταστρέφονται σχεδόν όλα τα καλούπια, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή οργάνων που είχε σχεδιάσει ο «Έπι» με τους συνεργάτες του. Σώθηκαν μονάχα εκείνα που ήθελε να επενδύσει ο νέος ιδιοκτήτης και τα υπόλοιπα κάηκαν σε μια τεράστια φωτιά πίσω από το εργοστάσιο της Epiphone. Μπορεί η Gibson (μια απ’ τις μεγαλύτερες φίρμες μουσικών οργάνων παγκοσμίως) να μην φέρθηκε με τον απαιτούμενο σεβασμό που άρμοζε στην παρακαταθήκη του «Έπι», αλλά οι μουσικοί όλου του κόσμου δεν ξέχασαν ποτέ τον ήχο των οργάνων, που ήταν σχεδιασμένα με μεράκι από τα χέρια του.

Το 1964 οι Beatles (George Harrison, John Lennon, Paul McCartney) αγόρασαν τρία μοντέλα «Epiphone casino», για να ηχογραφήσουν hits σαν το «Ticket To Ride», το «All You Need Is Love» και πολλά άλλα. Ενώ έως σήμερα rockers σαν τον Lenny Kravitz, τον Noel Gallagher, τον Paul Weller και πολλοί άλλοι, διαλέγουν Epiphone όταν θέλουν να δώσουν σωστό κιθαριστικό ήχο στις συνθέσεις τους.