Γράφει η Ειρήνη Κοκκορού – Κοινωνική Λειτουργός

«Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών», ονοματίζει ο Ποιητής Γιάννης Ρίτσος το έργο του “Πρωινό Άστρο” .Ένα «νανούρισμα» ,που το απευθύνει στην κόρη του Έρη.

Πρωτογενής η επιθυμία του γεννήτορα , να σκύψει στον κόρφο του, να χαϊδέψει το παιδί του, μιλώντας του με τα ακροδάχτυλα και όχι με το στόμα. Στρίβοντας λίγο - λίγο το βαμβάκι της καρδιάς ! Τι απαλή κλωστή από λέξεις ξετυλίγει !Τι κούρνια μαλαματένια πλέκει με αυτές!

Τα νανουρίσματα! Αυτές οι κούρνιες ,οι πλεγμένες με αφηγήσεις και παινέματα, όπου οι μητέρες , οι παραμάνες, οι γιαγιάδες εναπόθεταν τρυφερά τα μωρά τους. Πόσες τέτοιες «κούρνιες» έχουν διασωθεί μέσα στα χρόνια! Η πατίνα του καιρού του αλλοτινού που βασίλευε ο προφορικός λόγος , τις κάνει ανεκτίμητες στις μέρες μας.
Μνημεία Λόγου. Θαυμάζονται μα δεν «κατοικούν» στα στόματα μας πια. Κι έρχεται ο γραπτός λόγος του ποιητή Γιάννη Ρίτσου , βαπτισμένος στην πρωταρχική πηγή του προφορικού λόγου, να μας στρέψει σε κείνα τα νανουρίσματα τα παλιά που ως «έπεα πτερόεντα» πετάριζαν πάνω από το προσκεφάλι τόσων και τόσων μωρών και τα μεγάλυναν.

Πλέκει ο Ποιητής, με λέξεις –λυγαριές:
«Κι εγώ σου πλέκω
σου πλέ – σου πλέκω, κοριτσάκι,
με λυγαριές , με λυγαρίτσες
κομμένες απ΄ τις πιο χρυσές αχτίνες
σου πλέ – σου πλέκω
ένα μικρό καλάθι
να το περάσεις στο μικρό αγκώνα σου
να βγεις στη στράτα, κοριτσάκι,
κι ό, τι βάζεις μέσα, κοριτσάκι
ίσκιο ή πετρούλα ή μολυβένιο στρατιωτάκι
θα γίνεται άσπρο φως και λουλακί κρινάκι»

Με τον ίδιο ποιητικό τρόπο κεντούσαν την εικόνα του μωρού τους και οι «μητερούλες», βουτώντας το βελόνι στα χρώματα της καρδιάς τους!

«Την κούνια σου την έστρωσα μ’ ολάσπρο σεντονάκι ,π’ άγγέλοι το υφάνανε έξω στο φεγγαράκι.

Στο πάπλωμα σου κέντησα αητούς να σε στο΄λίζουν, λαλ’εδες και γαρούφαλλα να σε μοσκοποτίζουν» .

Περίτεχνα κεντήματα , οι «ερωτοτροπίες των χλωρών αυτών εκμυστηρεύσεων» !

Και ο Ποιητής μπορούσε! Είχε τη Χάρη! Καθώς ήταν «..ψωμάς του κόσμου.{..} όλος πιτσιλισμένος από το μπομποτάλευρο των άστρων..»!

Μα οι απλές κυράδες , «αγράμματες» κατά πως «ταξιθετούνται»; Από ποιο απροσμέτρητο βυθό της ύπαρξης, ανέβαζαν αυτές τις λέξεις μάλαμα, με τις οποίες ασήμωναν τα μωρά τους;

«Έλα Χριστέ, στο στόμα μου και, Παναγιά, στο νου μου, να βρω τα νανουρίσματα που πρέπουν του παιδιού μου».

«Έλα, ύπνε μου κι έπαρ΄ το, πάν΄το στα περιβόλια ,που΄ ναι οι ροδολεμονιές και κελαηδούν τ΄ αηδόνια»

«Πάρε το, ύπνε, το παιδί κι άμε το στα περβόλια, γέμισε τα στηθάκια του τριαντάφυλλα και ρόδα.

Κι αν έχεις μήλο, δώσε του, κουλούρι τάισέ το, κι αν έχεις και ροδόσταμο , βγάλε και ράντισέ το».

Έλα ύπνε , απ΄ το βουνό να κοιμίσεις το μωρό να το κάνεις αητό, αητό χρυσαητό».

Με αυτή την ίδια εμπιστοσύνη παραδίδει κι ο Ποιητής το μωρό του στη νύχτα . Μα και με την ίδια κρυμμένη αγωνία την καλοπιάνει, να «χρυσώνει» το κορίτσι του καθώς θα κοιμάται.

«Νάτη η νύχτα που σιμώνει
χρυσοπράσινο παγώνι
γαλανόχρυσο παγώνι,
σέρνει τη μεγάλη ουρά της
πάνου στα καμπαναριά,
τα πουλιά και τα παιδιά
τα σταυρώνει , τα χρυσώνει»

Πως ονομάτιζαν τον πόθο τους! Κανάκευε την επιθυμία της η μάνα, την χρυσόδενε με λέξεις, την τραγουδούσε:
«Μικρό μικρό μικρίτικο , μικρό μαργαριτάριν, εσύ είσαι ο πόθος μου, εσύ ‘ σαι και το θάρριν μ’».

Το ίδιο και ο Ποιητής:
«Ώρα καλή κι ώρα χρυσή
ήρθες με την καλήν αυγή
κ’ η αυγή με σένα
να σμίξεις ουρανό και γη
κ’ η ζωή να γίνει
φως και ψωμί
φως και κρασί
φως και γαλήνη».

Ένα μικρό θάμα το κάθε μωρό στο καθρέφτισμα του στο βλέμμα της μάνας! Και δεν φοβόντουσαν να το διαλαλήσουν!
«Νανά, το κρίνο της αυγής και της μηλιάς το μήλο και το διαμάντι το λαμπρό που θάμπωσε τον ήλιο».

«Κοιμήσου , μέρα όμορφη, νύχτα με τ΄ αστρουλάκια, μπαξέ μου με τα λούλουδα και με τα διασεμάκια»

Συμμαχούσαν με τη Φύση, την καλούσαν να προστρέξει στο μεγάλωμα των παιδιών:
«Νάνι να, του λέγαν όλες, οι γαρουφαλλιές κι οι βιόλες»

«Ρόδα και τριαντάφυλλα κι εσείς βασιλικοί μου ,κοιμίστε το παιδάκι μου, οπού ΄ναι η ζωή μου».

Και πως συνηγορεί ο Ποιητής:
«Η Άνοιξη σου αφήνει
κάτου απ΄το μαξιλάρι σου
όλα τα κλειδιά της
για τις πόρτες των πουλιών
για των σπόρων τα σεντούκια
και για τους φεγγίτες των ηλιοτρόπιων».

Με τι τρόπο μαγικό «συνέδεαν»το μωρό τους με τη γη. Ένα πολύτιμο κομμάτι μέσα σε ολάκερο το σύμπαν.

«Κοιμήσου λεμονιάς κλωνί, κοιμήσου βιόλας φύλλο, κοιμήσου τ΄ ουρανού κλειδί π’ ανοίγουνε τον ήλιο»

Κοιμήσου , γη, κοιμήσου , αυγή, κοιμήσου, νιο φεγγάρι, κοιμήσου, κερά θάλασσα με το χρυσό σου ψάρι».

Το επικυρώνει το σμίξιμο αυτό ο Ποιητής:
«Σ΄ ένα μαξιλάρι φεγγαράκι
το παιδί μου αποκοιμήθηκε.
Όλη η πλάση
στις μύτες των ποδιών
κοιτάζει απ΄το παράθυρό μας
κοιτάζει το παιδί μου
που κοιμήθηκε».

Ενώ το παιδί κοιμάται όλη η έγνοια τους είναι να το ποδέσουνε:

«Κοιμήσου και παρήγγειλα παπούτσια στον τσαγκάρη /να σου τα κάνει κόκκινα με το μαργαριτάρι».

Ο Ποιητής προχωρά ακόμη πιο πέρα. Τολμά να φτάσει στο μεδούλι αυτής της αγωνίας:

«Κοιμήσου.
Να μεγαλώσεις γρήγορα.
Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
κ’ έχεις δυό πεδιλάκια μόνο από ουρανό».

Ο τρόπος που αγαπούν τα μωρά τους οι γονείς – αν και ιδιαίτερα προσωπικός για τον καθένα-σίγουρα δεν έχει αλλάξει. Ποιος δεν αναγνωρίζει το βίωμα του σε αυτές τις λέξεις της ποίησης και του προφορικού λόγου των νανουρισμάτων! Όμως και η συλλογική έκφραση της αγάπης αν και μοιάζει όμοια, όμοια δεν ήταν. Η προσήλωση των απλών ανθρώπων κατά την παράδοση από στόμα σε στόμα αυτών των νανουρισμάτων δεν αφορούσε στην ακρίβεια της μετάδοσης. Στην «προφορική μετάδοση όμοιο σημαίνει παρόμοιο κι όχι ακριβές αντίγραφο» . Η δημιουργικότητα ταξίδευε το νανούρισμα στο σκαρί του αυτοσχεδιασμού .Ο κάθε άνθρωπος παράλλαζε το πρωταρχικό άκουσμα ανάλογα με τη δική του ψυχοδυναμική. Το δικό του υποκειμενικό τρόπο να αγαπά και να εκφράζει την αγάπη του. Παρέμενε πιστός , μόνο στο εύρος του βιώματος που ο λόγος του μετάδιδε.

Αυτό που σήμερα έχει αλλάξει είναι ότι το «σώμα» αυτής της αγάπης δεν παραδίδετε στο βλέμμα των πολλών. Οι ποιητικές αυτές λέξεις αντηχούν εξορισμένες από την εποχή των εικόνων που ζούμε. Φυλάγονται βαθιά κρυμμένες. Κι είναι φυσικό.

Οι βαθιές και εύθρυπτες αλήθειες μόνο μέσα από μια «μυθολογία» μπορούν να ακουστούν. Σαν κι αυτή της Ποίησης και των Νανουρισμάτων. Και στις μέρες μας η μυθολογία μοιάζει να έχει εκδιωχτεί. Πως να την μαρτυρήσουμε την ομορφιά έτσι γυμνοί ,χωρίς να πληγούμε ;

Ο Γιάννης Ρίτσος το «εξομολογείται» μέσα από το καταφύγιο της ποίησης :

«Θα βουρτσιστώ καλά
μήπως και μυριστούνε το ταξίδι μας
μήπως και καταλάβουν, κοριτσάκι
πόσο μικρός μικρούλης έγινα,
πως με ταξίδεψες
κρατώντας με απ’ το χέρι
στα παραμύθια σου,
μήπως και καταλάβουν
την τρυφερή την ψίχα
κάτω απ’ το φλούδι
και με πατήσουν , κοριτσάκι,
σα φρέσκο αμύγδαλο πεσμένο
απ΄ τη μεγάλη μυγδαλιά της πλάσης.
Πρέπει να φυλαχτούμε κοριτσάκι».

Αυτή την εποχή που οι αμυγδαλιές «μυθολογούν»,μοιάζει ο καιρός κατάλληλος να θαρρέψουμε από τα παράτολμα άνθια τους και να τολμήσουμε ξανά!