Γράφει ο Ηλίας Μπόνος

Χρόνια θυμάμαι ότι ο Δήμος Σπάρτης ήταν το καθαρτήριο των προσώπων που συμμετείχαν σε αυτόν. Είτε γιατί έτσι έκαναν το καθήκον τους είτε γιατί έτσι υπερέβαιναν εαυτόν.

Τα τελευταία 30 χρόνια είδα και άκουσα πολλά στον Δήμο και στο Δημοτικό Συμβούλιο.

Με δυσκολία διέκρινα τους συμπολίτες που συμμετείχαν με μοναδικό στόχο και φόβο την προσφορά. Απο καθήκον…
Εύκολα συναντούσα εκείνους που κατελάμβαναν θέσεις και πόστα αδιαφορώντας για το αντίκρισμα σε εργασία και προσφορά που έπρεπε να επιστρέφουν. Απο ανάγκη επιβεβαίωσης…

Έτσι λοιπόν, άλλοι καθάριζαν την ψυχή τους αισθανόμενοι ότι συνέβαλαν στη σύμφυτη με την κοινωνική ζωή υποχρέωση συμμετοχής και κατάθεσης έργου και ζωής.
Άλλοι «καθάριζαν» τη θέση τους και μάλιστα δεν δίσταζαν να χαράζουν στο έδρανο το όνομά τους, λες και ήθελαν να μείνει ανεξίτηλο εις τους αιώνας των αιώνων… Μάταιο…

Πολλά είδα και άκουσα και ακόμα περισσότερα κατάλαβα τα χρόνια που πέρασαν πάνω από το Δημαρχιακό Μέγαρο Σπάρτης.
Κάθε εκλογική αναμέτρηση για κάποιον λόγο ήταν κρίσιμη!
Κάθε εκλογή, για πολλούς λόγους ήταν η σωστή.
Κάθε Δημοτική Αρχή για λόγους αρχής είχε καλές προθέσεις!
Κάθε Δήμαρχος ήταν καλός άνθρωπος.
Κάθε Δημοτική Ομάδα δεν είχε την απόλυτη ευθύνη για το αποτέλεσμα!
Πολλά ακόμα θα μπορούσα να απαριθμήσω!
Το σπουδαιότερο όμως όλων, το μέγιστο και κρίσιμο που διαπίστωσα είναι τούτο:
Το παράπονο των αθώων να αποδείξουν ότι είναι αθώοι.

Και εξηγώ:
Η πιο πάνω απαρίθμηση στιγμών και συμπερασμάτων επέφερε προηγουμένως ένα αλλότριο στη δημοκρατία ήθος κι ένα βλαπτικό για την κοινωνία έθος…
Σε τούτο τον Δήμο αναδεικνύονται και επικρατούν όχι τα αθώα περιστέρια αλλά οι «αθώες περιστερές». Και τούτο συμβαίνει γιατί ο ίδιος ο πολίτης, ο λαός που επινόησε και τους δύο αυτούς όρους (αθώο περιστέρι / αθώα περιστερά) δεν έχει τη στοιχειώδη εντιμότητα και επάρκεια να τους διακρίνει και να τους αποδίδει.

Έτσι τα αθώα περιστέρια πάντα υποκύπτουν, περιθωριοποιούνται και τελικά εγκαταλείπουν την ώρα που οι «αθώες περιστερές» φουσκώνουν και γουργουλίζουν στα αετώματα του Μεγάρου. Και είναι αυτές, «οι αθώες» που κουτσουλίζουν το νεοκλασσικό, όχι τα αθώα. Και είναι αυτές που ταράζουν τα κεραμίδια και βάζουν στα σωθικά του Δημαρχείου τη βροχή, την υγρασία.
Είναι αυτέ που στο κατάστημα, στο μαγαζί μας, στο σπίτι μας δεν θα τις αφήναμε ποτέ. Είναι αυτές που τις αψηφούμε ένοχα όλο το χρόνο αλλά τις ψηφίζουμε, τις αγνοούμε όλο το χρόνο αλλά τις γνωρίζουμε όταν προκύψει ανάγκη ή όρεξη για ρουσφέτι.

Κατ τα άλλα; Τα αθώα; Σε κάποια λαϊκή, σε κάποια αλάνα, σε κάποια γειτονιά ψάχνουν σπόρους επιβεβαίωσης ότι είναι αθώα. Είναι αθώα που έφυγαν, που έζησαν, που πετούν και υπάρχουν…

Αυτοί, λοιπόν, που συμμετέχουν έχοντας πρωτόγονη αίσθηση του καθήκοντος, κι έτσι παιδεύουν και συμμορφώνουν εαυτόν, πετούν ελεύθερα. Κοιτούν χαμηλά και ψιθυρίζουν τη λέξη «ευθύνη»…
Εκείνοι που συμμετέχουν για να υπερβούν τον εαυτό τους κι έτσι να τον χειροκροτήσουν και τον λατρέψουν, φουσκώνουν γαντζωμένοι πάνω στα γείσα και τα αετώματα του Δημαρχιακού Μεγάρου, χρόνια τώρα… Κοιτούν στο χάος και φωνάζουν τη λέξη «φιλοδοξία».