Αγαπώ τα παλιά σπίτια. Πεθαίνουν με αξιοπρέπεια όρθια.
Κ . ΣΠΥΡΙΟΥΝΗΣ – Ζωγράφος

Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Το κατόρθωμα του μικροκαμωμένου Δαυίδ που με όπλο μια σφεντόνα νίκησε το σιδερόφραχτο γίγαντα Γολιάθ έχει στοιχειώσει την Παγκόσμια Ιστορία για να σηματοδοτεί σημειολογικά τα συλλογικά ή ατομικά κατορθώματα εκείνων , που κόντρα στους νόμους της φύσης και της λογικής , καταφέρνουν να αποδείξουν ότι πολλές φορές ο αδύνατος είναι στην ουσία ο δυνατός .

Όμως εδώ (Σπάρτη –Πλατεία Σαϊνοπούλου) ο Δαυίδ που στέκεται ακόμα αγέρωχος πλάι στο φοβερό Γολιάθ ξέρει ότι ΠΟΤΕ δε θα είναι ο νικητής . Γνωρίζει ότι αμέτρητοι Δαυίδ σαν αυτόν (σπιτάκια χαμηλά , ανθρώπινα και ταπεινά) έχουν χάσει τη μάχη με χέρια κατεβασμένα από τους Γολιάθ (τσιμέντινα μεγαθήρια-πολυκατοικίες) στην παλαίστρα της αντιπαροχής και του οικονομικού οφέλους και πως όσα ακόμα έχουν κατορθώσει να ζουν είναι απλά υποψήφιοι μελλοθάνατοι .

Τούτος εδώ ο μικρός Δαυίδ ζει ακόμα από τύχη . Ξέρει πως αργά ή γρήγορα θα γίνει μια φευγαλέα ανάμνηση που πολύ γρήγορα θα σβήσει κι αυτή . Ποιος έχει όρεξη σήμερα να θυμάται σπίτια παλιά και να λυπάται για το θάνατό τους ;

Όμως για δείτε :

Αν με ρωτήσετε για τη μεγάλη αυτή πολυκατοικία δε θα ξέρω να σας πω πολλά πράγματα . Το πολύ - πολύ να ξέρω ποιος την έφτιαξε και ίσως κάποιες οικογένειες που ζουν εκεί . Με λίγα λόγια ο Γολιάθ αυτός δεν έχει ζωή , δεν έχει ιστορία , δεν έχει ρίζες . Είναι απλά ένα «κοινόβιο» από τσιμέντα και σίδερα όπου κατοικούν πολλοί άνθρωποι , χωρίς κάτι κοινό μεταξύ τους , με παράλληλες ζωές και διαδρομές που δε συναντούνται σχεδόν ποτέ .

Ενώ για το μικρό Δαυίδ ξέρω να σας πω ένα σωρό αληθινές ιστορίες :

Ότι εκεί έμενε η κυρά Ντίνα με τον άντρα της τον κυρ – Γιώργη και τα πολλά παιδιά τους. Ότι η κυρά Ντίνα είχε πολλά , επίσης , αναδεξιμίδια (το είχε για καλό και θεάρεστο να βαφτίζει παιδιά) , ότι ύφαινε στον αργαλειό που είχε σ’ ένα καμαράκι της αυλής τις κουρελούδες και ό,τι άλλο υφαντό τις παράγγελναν οι γειτόνισσες και ότι ο άντρας της , ο καλοσυνάτος και πράος κυρ-Γιώργης , ήταν ένας απλός μπογιατζής που κάθε πρωί φορτωμένος τις μπατανόβουρτσες και τους τενεκέδες έφευγε για μεροκάματο με το μηχανοκίνητο (αυτοσχέδια πατέντα εποχής) ποδήλατό του .

Ξέρω να σας πω ακόμα ότι το σπίτι αυτό ήταν πάντα γεμάτο από ζωή , ότι το καλοκαίρι τα γειτονόπουλα έπαιζαν στην αυλή του κάτω από την κληματαριά και το βράδυ έστηναν παραστάσεις Καραγκιόζη . Ότι απ’ έξω απ’ την αυλόπορτα έκαναν ρούγα οι γυναίκες της γειτονιάς κουβεντιάζοντας τα νέα αλλά και τα παλιά , ράβοντας , κεντώντας ή κόβοντας καφέ με τον παλιό χειροκίνητο καφεκόπτη .

Ξέρω ότι τα παιδιά διάβαζαν Μικρό Ήρωα και Κλασικά Εικονογραφημένα καθισμένα στο ρείθρο του πεζοδρόμιου μπροστά στο σπίτι της κυρά Ντίνας ,ότι η κυρά Ντίνα ήταν προκομμένη νοικοκυρά και καλή μαγείρισσα κι πως ό,τι μαγέρευε το μάθαινε όλη η γειτονιά απ’ τη μυρωδιά που έβγαινε από τα ανοιχτά παράθυρα και από την καμινάδα του τζακιού . Το χειμώνα μάζευε τις γειτόνισσες στη «σάλα» και τις φίλευε καφέ και κουραμπιέ και τα Χριστούγεννα η πόρτα της αυλής ήταν πάντα ξεκλείδωτη για να μπουν τα παιδιά να πούνε τα κάλαντα .

Ξέρω ότι το καλοκαίρι που έπαθε αποπληξία στη δουλειά ο κυρ Γιώργης , ήρθε όλη η γειτονιά στο ξόδι του και ήταν η πρώτη φορά που ακούστηκαν κλάματα στο σπίτι αυτό . Ξέρω πως δίπλα στο σπίτι ήταν μια μοναχική ελιά και πιο πέρα μια μεγάλη αλάνα όπου τα παιδιά έπαιζαν μπάλα , αμάδες , κρυφοκούτι , κουτσονήλιο και τ’ άλλα παιχνίδια του καιρού . Ξέρω ότι μετά τα παιδιά έφυγαν στην Αμερική και η κυρά Ντίνα πικραμένη αλλά καρτερική μέτραγε στο έρημο πια σπίτι τις αναμνήσεις ώσπου «έφυγε» κι αυτή αφού έζησε τα χρόνια της ανημπόριας μέσα στη θαλπωρή της κόρης της της Κανέλλας .

Είμαι γείτονας από γεννησιμιού μου μ’ αυτό το σπίτι και κάθε φορά που περνάω απ’ έξω κοιτάζω τα κλειστά παράθυρα , την κλειδωμένη αυλόπορτα , την αυλή όπου κάποια λουλούδια ανθίζουν ακόμα και που η ακλάδευτη κληματαριά κάνει ακόμα σταφύλια που τα χαίρονται πια μόνο τα πουλιά και ακούω το τάκου-τάκου του αργαλειού της κυρά Ντίνας και τις φωνές και τα γέλια των παιδιών και τους χορούς του Καραγκιόζη και το μηχανοκίνητο ποδήλατο του κυρ-Γιώργη και μυρίζω το φαΐ μιας κατσαρόλας που ακόμα μαγειρεύει .

Να λοιπόν γιατί μπορεί κάποιος να κλάψει για τη μοίρα αυτών των μικρών σπιτιών : Γιατί δεν είναι που χάνεται ένας πλιθόχτιστος τοίχος , μια σκεπή από κεραμίδια και μερικά ξύλινα πορτοπαράθυρα , μια τενεκεδένια γλάστρα που ακόμα ανθίζει , μια πεισματάρα κληματαριά . Είναι που χάνεται μια ολόκληρη ζωή , μια εποχή , μια ιστορία ανθρώπων , ζεστά χτυποκάρδια , γέλια και κλάματα , ελπίδες και όνειρα …

Κι όταν αυτά τα «ζωντανά» σπίτια πεθαίνουν και χάνονται , πάνω στον καμβά της ζωής ξηλώνεται ένα κεντήδι και δεν υπάρχει άλλη κλωστή και σταυροβελονιά για να κεντήσει κάτι άλλο . Και μένει ο καμβάς της ζωής μας άδειος, χωρίς σχήμα , χωρίς «είδος» , χωρίς χρώμα , χωρίς ομορφιά , χωρίς ζωή .

Σπίτια παλιά στο δρόμο μου
φρουροί της νιότης μου της πρώτης
αγροικούνε.

Στις γρίλιες τους
το μάτι μου καρφώνω
να κλέψω μιας γιορτής τη μέθη.
Λόγια και χάχανα και στοιχειωμένοι χώροι
φορτίο οι υποσχέσεις τους
και σταυρωμένοι πόθοι.

Το πόμολο στα χέρια μου γυρίζω.
Και στις οπές των τοίχων
με δάχτυλα το χώμα θρυμματίζω.
Ψάχνω χρυσά νομίσματα θαμμένα.
Η μνήμη απατεώνας τυμβωρύχος.
Στα πέπλα τους σκιές αγαπημένες
τυλίγουν το κορμί και το τραβούνε
και σε ρυθμό χασάπικου τα γόνατα λυγίζω.
Ο θάνατος και η ζωή σφιχτοδεμένοι
το μερτικό στους ώμους μου βαστούνε .

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΞΟΥΓΚΑ