Νομικός Λόγος: «Ενδοοικογενειακή Βία»
Γράφει ο Χρήστος Α. Πλειώτας*
Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ με την υπ’ αρ. 58/47 απόφασή της με τίτλο: «Εξάλειψη της ενδοιοικογενειακής βίας κατά των γυναικών» την 19 – 02 – 2004 προσκάλεσε τα κράτη – μέλη της Διεθνούς κοινότητας, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν Νομοθεσία περί απαγόρευσης της ενδοοικογενειακής βίας.
Δύο χρόνια αργότερα ο Έλληνας Νομοθέτης θέσπισε τον Νόμο 3500/2006 με στόχο του να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας που εκδηλωνόταν συχνά εντός της Ελληνικής οικογένειας, ευελπιστώντας ότι έτσι θα εξαλείψει πράξεις προσβολής εννόμων αγαθών κατά των αδύναμων μελών μίας οικογένειας από τα δυνατότερα σωματικά μέλη αυτής.
Όπως έχει διαπιστωθεί στα εννιά (9) χρόνια που έχουν παρέλθει έκτοτε (από το 2006), έως και σήμερα θύματα του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας κυρίως είναι οι γυναίκες αλλά και οι υπερήλικες μέλη οικογενειών, οι ανάπηροι και τα ανήλικα τέκνα και λοιπά μέλη – σύνοικοι.
Ο Νόμος 3500/2006 με συγκεκριμένα άρθρα του προδιαγράφει την έννοια της οικογένειας καθώς και τις ποινικά κολάσιμες πράξεις κατά των μελών αυτής, που διώκονται και τιμωρούνται ποινικώς είτε ως πλημμελήματα είτε ως κακουργήματα.
Αυτό που πρέπει εξ’ αρχής να επισημανθεί είναι ότι οικογένεια σημαίνει ομάδα ανθρώπων που επικοινωνούν μεταξύ τους, αλληλοϋποστηρίζονται, συμφωνούν αλλά και διαφωνούν, ενίοτε δε συγκρούονται.
Θα ήταν αβάσιμο να υποστηριχθεί ότι η οποιαδήποτε πράξη έντονης φραστικής σύστασης ή νουθεσίας ή και χειροδικίας ακόμα μεταξύ συζύγων ή γονέων προς τέκνα, συνιστά πράξη ενδοοικογενειακής βίας.
Ο Νόμος 3500/2006 δεν ήρθε να διαρρήξει την αρμονική συμβίωση μεταξύ των μελών της Ελληνικής οικογένειας ποινικοποιώντας κάθε συγκρουσιακή μεταξύ τους έκφραση συμπεριφοράς.
Θέληση της πολιτείας ήταν και είναι με τον νόμο αυτό να παρεμβαίνει και να διώκει πράξεις μελών της οικογένειας κατά άλλων σωματικά ασθενέστερων, από την στιγμή που εξέρχονται του συνήθους μέτρου και μόνο εφόσον τέτοιες πράξεις δημοσιοποιούνται από τα ίδια τα μέλη – θύματα που τις βιώνουν.
Για να φθάσει να δημοσιοποιηθεί και κατ’ επέκταση να ποινικοποιηθεί μία πράξη ενδοοικογενειακής βίας που τελεί ένα μέλος μίας οικογένειας κατά άλλου μέλους της, πρέπει να συνιστά κατά μαχητό τεκμήριο - επιδεχόμενο ανταπόδειξης – προσβολή της αξιοπρέπειας, της προσωπικής ελευθερίας, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικότητας του μέλους – θύματος και ευτυχώς σπανιότερα της ιδία αυτού ζωής.
Το πρόβλημα συνήθως υφίσταται όταν πράξεις ενδοοικογενειακής βίας δεν καταγγέλλονται απ’ τους παθόντες ή απ’ αυτούς που μαθαίνουν ότι λαμβάνουν χώρα σε μία οικογένεια, είτε διότι καλύπτονται απ’ τους τρίτους, είτε διότι αποσιωπούνται απ’ τον ίδιο τον παθόντα λόγο φοβικού του συνδρόμου ή από αίσθημα ντροπής του να τις καταγγείλει ή διότι δεν εμπιστεύονται την αποτελεσματική παρέμβαση της πολιτείας.
Θέλω ιδιαιτέρως να σταθώ στο άρθρο 23 Ν 3500/2006 στο οποίο ρητά ορίζεται ότι ο εκπαιδευτικός (δάσκαλος ή καθηγητής) ο οποίος καθ’ οιονδήποτε τρόπο διαπιστώνει ή πληροφορείται ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος μαθητή αδίκημα ενδοοικογενειακής βίας (απειλή, σωματική βλάβη κ.λπ.) έχει υποχρέωση να ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τον Διευθυντή της σχολικής του μονάδας. Ο Δ/ντης με την σειρά του έχει άμεση υποχρέωση να ανακοινώνει την αξιόποινη πράξη που του καταγγέλθηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα ή στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή.
Την αυτή υποχρέωση έχουν οι εκπαιδευτικοί και Δ/ντες των ιδιωτικών σχολείων καθώς και οι πάσης φύσεως υπεύθυνοι των Μονάδων προσχολικής αγωγής.
Με την ρύθμιση αυτή που απ’ ότι γνωρίζω δεν είναι ευρέως γνωστή τους εκπαιδευτικούς, ο Νομοθέτης θέλει να τους ενθαρρύνει, εφόσον αντιληφθούν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, πράξεις ενδοοικογενειακής βίας με θύματα μαθητές τους, να ενημερώνουν τον Δ/ντη τους και ο τελευταίος άμεσα μέσω της αστυνομίας ή του Εισαγγελέως να δίνει το ερέθισμα ώστε να ενεργοποιηθούν οι σχετικές διαδικασίες για την δίωξη των υπαιτίων.
Επισημαίνω ότι εάν κάποιος εκπαιδευτικός αντιληφθεί ότι έλαβε χώρα πράξη ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος μαθητή του (απειλή του, ή κακοποίησή του, ή ξυλοδαρμός του από γονέα ή από μέλος της οικογένειας του) και το αποκρύπτει ή το αποσιωπά, αφήνοντας εν γνώσει του εκτεθειμένο τον μαθητή σε επιπλέον κίνδυνο, απειλής εναντίον του νέων εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας που θα θέσουν σε περαιτέρω κίνδυνο την σωματική του ακεραιότητα και την ζωή του ακόμα, μπορεί να διωχθεί για την αξιόποινη πράξη της υπόθαλψης εγκλήματα (231 ΠΚ).
Επίσης ότι εάν ο εκπαιδευτικός καταγγείλει τέτοια πράξη συνεπεία της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του υπαιτίου, πλην όμως ο τελευταίος αθωώθηκε απ’ το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο, τότε δεν υφίσταται ζήτημα ποινικής εμπλοκής του εκπαιδευτικού ή του Δ/ντου της σχολικής μονάδας, διότι εφόσον η ανακοίνωση στην οποία προέβη περιλαμβάνει περιστατικά που υπέπεσαν στην αντίληψή του ή του μεταφέρθηκαν ως πληροφορία τότε η ενέργειά του να τα αναφέρει στον Δ/ντη και ο τελευταίος στον Εισαγγελέα ή την αστυνομία, επιβάλλεται από τον Νόμο οπότε ο εκπαιδευτικός ή ο Δ/ντης δεν τελούν το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης ή της ψευδορκίας.
Άλλωστε η τυχόν απαλλαγή του καταγγελλόμενου ως υπαιτίου δράστη εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας, δεν σημαίνει ότι η ανακοίνωση του εκπαιδευτικού ή Δ/ντη προς τον Εισαγγελέα ήταν ψευδής ή αβάσιμη, αλλά απλώς σημαίνει ότι η πράξη δεν απεδείχθη ότι τελέσθηκε.
Συνεπώς εάν υφίστανται περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας που βιώνουν τα παιδιά και γίνονται αντιληπτές στο σχολείο τους από τους εκπαιδευτικούς υποχρέωση των τελευταίων είναι άπαξ και τις διαπιστώνουν ή τις πληροφορούνται άμεσα να ενημερώνουν τους Δ/ντες και οι τελευταίοι τους αρμόδιους Εισαγγελείς ή την αστυνομία.
Ο Ν 3500/06 δεν αντιμετωπίζει τον εκπαιδευτικό ως απλό μάρτυρα περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας αλλά πρωτίστως και κυρίως ως λειτουργό που εις το πλαίσιο της θεσμικής του λειτουργίας ενεργεί προστατευτικά υπέρ του μαθητή – θύματος.
Βεβαίως ο κάθε εκπαιδευτικός θα πρέπει να επεξεργάζεται νοητικά το πόσο σοβαρές είναι κάθε φορά οι ενδείξεις που έχει μπροστά του πριν καταγγείλει στον Δ/ντη του ενδοοικογενειακή βία κατά μαθητού του.
Ένα π.χ. ένας μαθητής του έχει μελανιές ή γρατζουνιές έντονες στο χέρι του ή σε άλλο σημείο του σώματός του και η απάντηση του μαθητή προς την ερώτηση του εκπαιδευτικού πως του συνέβη αυτό; είναι ότι έπεσε στο παιχνίδι θα πρέπει να αξιολογηθεί ως αληθής ή μη, με βάση και την λοιπή συνολική εικόνα του μαθητή, δηλαδή με βάση την γνωστή στον εκπαιδευτικό εικόνα της οικογενείας του, επίσης με βάση το κατά πόσον ανταποκρίνεται στους κανόνες της σχολικής ζωής ή επίσης με το κατά πόσον εκφράζει μία συνολική φυσιολογική συμπεριφορά κ.λπ.
Εάν λοιπόν ο εκπαιδευτικός με βάση την συνολική εικόνα του μαθητή διαπιστώσει πως είναι προφανές ότι πράγματι οι εκδορές ή οι μώλωπες ήταν συνέπεια μίας ατυχηματικής συμπεριφοράς και όχι προϊόν ενδοοικογενειακής βίας δεν οφείλει να ανακοινώσει το περιστατικό στον οικείο Δ/ντη.
Εάν όμως πέραν της σωματικής βλάβης του μαθητή υφίστανται και άλλες ενδείξεις στον εκπαιδευτικό, ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά με το παιδί διότι π.χ. στο παρελθόν είχε και πάλι διαπιστωθεί ότι έφερε τραύματα ή ότι είχε πέσει θύμα βίας από γονέα του ή διότι ο εκπαιδευτικός βλέπει ότι το παιδί εκδηλώνει μίαν επιθετική, ακραία ή εν γένει προβληματική συμπεριφορά στην τάξη ή ότι το οικογενειακό του περιβάλλον παρουσιάζει παθογένειες ή ότι εκδηλώνει βία κατά συμμαθητών του κ.λπ. τότε είναι προφανές ότι αυτού του είδους η συνολική εικόνα τον υποχρεώνει να ανακοινώσει το συμβάν στον Δ/ντη του.
Ο εκπαιδευτικός τέλος θα πρέπει απλώς να ανακοινώσει ό,τι βλέπει ή ό,τι πληροφορήθηκε και όχι να αξιολογήσει το περιστατικό. Ούτε να συλλέξει αποδεικτικά στοιχεία. Αυτό είναι δουλεία της Αστυνομικής και της Εισαγγελικής αρχής.
Κλείνω λέγοντας ότι η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι ιδιωτική υπόθεση αλλά σοβαρή κοινωνική παθογένεια που μας αφορά όλους.
Τα ποινικά αδικήματα του Ν 3500/06 διώκονται αυτεπαγγέλτως και έχουμε υποχρέωση όλοι να τα αναγγείλουμε στην αρμόδια Εισαγγελική αρχή εφόσον τα αντιληφθούμε να συμβαίνουν, σύμφωνα με το άρθρο 40 ΚποινΔ.
*Δικηγόρος