Ο Μεγάλος Χειμώνας
Γράφει η Μ.Α.Τ.
Από την πόλη έρχομαι…
Θα τους θυμόμαστε για χρόνια αυτούς τους χειμώνες της ζωής μας. Τον ατελείωτο φετινό χειμώνα, που μέσα Μαΐου και είναι ακόμη εδώ, και τον άλλο το χειμώνα, το Μεγάλο Χειμώνα, που πέντε-έξι χρόνια τώρα έχει ενσκήψει στα μέρη μας, και δεν έχει σκοπό, καθώς φαίνεται, να μας εγκαταλείψει. Χειμώνας- Χειμώνας.
Δεν ματάγινε τούτος ο καιρός, έλεγαν εφέτος, οι γιαγιάδες και οι παππούδες, άνθρωποι της γης, τόση βροχή, τόση παγωνιά, τόση ζημιά. Δεκέμβρης ήταν όταν εμφανίστηκε, ήπιος και γλυκός Μεσογειακός χειμώνας, με πολλές τις υποσχέσεις. Οι ελιές μας κατάφορτες ,οι πορτοκαλιές μας ακόμη περισσότερο. Ξεχάσαμε το φόβο, τα μνημόνια και τον αριθμό τους, κοιτάξαμε τη γη μας μ’ ευγνωμοσύνη, ποτέ δε μας πρόδωσε, και αποφασίσαμε νάχουμε μάτια και νου μονάχα σ ’αυτήν.
Και ήρθαν βροχές, τόσες όσες ποτέ άλλοτε, παγωνιές, αέρηδες, πλημμύρες, ανεμοστρόβιλοι, όλα μαζί και χώρια, και παρέσυραν και πέταξαν κατάχαμα, δέντρα καρπούς και ελπίδες. Σκληρός χειμώνας εφέτος.
Ο άλλος χειμώνας, ο Χειμώνας ο Μεγάλος, όπως μάλλον θα τον θυμόμαστε, άλλοι τον λένε κρίση κι’ άλλοι πόλεμο, μας ήλθε, καθώς οι μετεωρολόγοι λένε, από το βορρά, κι’ έφερε μαζί του όλη τη στέρηση του βορρά. Ανήλιαγος, αγέλαστος, ανελέητος.
Χρόνια, λένε, μας χάζευε αφ’ υψηλού, το ένα του μάτι στα Καλοκαίρια μας, το άλλο στις υψηλές μας εξουσίες, που αδιάφορες η μια μετά την άλλη άφηναν «βουνό» τις Κερκόπορτες , να βρει το δρόμο και τον τρόπο και νάρθη. Και ήλθε, έφερε και μια μεζούρα δώρο στις ελαφρόμυαλες τις εξουσίες μας, και απαιτεί τα χρωστούμενα.
Κι εκείνες, εν ονόματι αυτής της απαίτησης, την μεζούρα κραδαίνοντας, εδώ και πέντε-έξι χρόνια μετρούν ζυγίζουν και έκοψαν και κόβουν ό,τι κατά τη γνώμη τους περισσεύει, ή και ό,τι δεν περισσεύει πια. Έκοψαν μισθούς συντάξεις κανονικές και επικουρικές, έκοψαν επιδόματα, επέβαλαν εισφορές έκτακτες που έγιναν τακτικές, φόρους χαράτσια, χάρισαν στα ακίνητα δώρο μεγαλοπρεπές, ΕΤΑΚ-ΦΑΠ-ΕΝΦΙΑ το όνομά του, έκλεισαν πόρτες έκλεισαν σπίτια έκλεισαν επιχειρήσεις, και πάνω απ’ όλα, έκλεισαν το δρόμο στο μέλλον. Τα σχέδια και τα όνειρα των νέων τινάχτηκαν στον αέρα. Ανεργία η Μεγάλη! Η πολύ μεγάλη και ανοιχτή πληγή αυτού του Χειμώνα, το πιο οδυνηρό «επίτευγμα» αυτής της χειμωνιάτικης πολιτικής, μιας πολιτικής που σε αλλοτινούς παλιούς καιρούς θα την έλεγαν Προκρούστη.
Αντιδράσαμε στα δύσκολα όπως πάντα. Μαζευτήκαμε στο σπίτι. Τα παιδιά γύρισαν, χαριτολογήσαμε λίγο με τη Μεγάλη τους Επιστροφή, όπως ονόμασαν αυτό το γυρισμό, και για λίγο μας κυρίευσε μια χαρά πικρόγλυκη. Όχι για πολύ όμως. Μια γενιά με τόσες σπουδές και εφόδια, μια γενιά που μεγάλωσε ανέμελα και προσγειώθηκε τόσο σκληρά, δε χωράει πια σε σύνορα, δε χωράει πια στη κάμαρά της τη παιδική.
Ένα ένα τα παιδιά με μια βαλίτσα, τον υπολογιστή τους και τα όνειρά τους αγκαλιά, άρχισαν να φεύγουν. Σκορπίστηκαν σ’ ολόκληρο τον πλανήτη. Να δουλέψουν, να δημιουργήσουν, να περπατήσουν στη ζωή τους με αξιοπρέπεια.
Κάθε σπίτι και ένα και δυο μπορεί και τρία παιδιά εκτός Ελλάδας.
Κάθε σπίτι και ένα μεγάλο αναπάντητο γιατί.
Κάθε σπίτι και ένας μεγάλος θυμός.
Κάθε σπίτι και, ευλογημένη τεχνολογία, συνδεδεμένο στο SKYPE , να μικραίνει η απόσταση.
Θα τους θυμόμαστε για χρόνια αυτούς τους χειμώνες. Ο φετινός όμως, θέλει δε θέλει, Ιούνιος έρχεται μεθαύριο, θα φύγει. Ο άλλος όμως, ο Μεγάλος Χειμώνας, δεν ξέρουμε πια αν και πότε θα φύγει, δεν ξέρουμε αν και πότε θα πάψουμε να είμαστε θυμωμένοι μαζί του, αν και πότε θα το συγχωρέσουμε για το φόβο και την ανασφάλεια που μας χάρισε.
Σίγουρα όμως δε θέλουμε και δε θα τον συγχωρέσουμε ποτέ, γιατί, εξ αιτίας του, ένα βράδυ, μια οθόνη ψηλαφίζοντας, «αν βρεις δουλειά εκεί, μείνε, καρδούλα μου» ξεστομίσαμε…….