Μια μαρτυρία για τη μάχη του ασφαλιστικού
Γράφει ο Λευτέρης Κουσούλης* /tovima.gr
Το πολύβουο και θορυβώδες συλλαλητήριο στην ελπιδοφάγο πλατεία Συντάγματος αντηχούσε στην πόλη. Και έφθανε ως την Ελλάδα όλη. Η φωνή μία: δεν θα περάσει το ασφαλιστικό. Κάτι σαν περήφανη αντίσταση στην ανάγκη μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος, με στόχο τον περιορισμό των ανισοτήτων και την βιωσιμότητά του στο χρόνο, με έμφαση στην αντοχή του και αναφορά στο δημογραφικό, δηλαδή στο μέλλον.
Προνομιούχα στρώματα στην πρώτη γραμμή με συνδικαλιστική κάλυψη ισχυρή, με την προσήλωση στα κεκτημένα και την άρνηση κάθε αλλαγής ως οδηγό, θα ακυρώσουν το εγχείρημα και η απόφαση θα ανακληθεί.
Βρίσκομαι στο Μαξίμου μετά από πρόσκληση του Πρωθυπουργού εκείνο το μεσημέρι. Συζητούσαμε συχνά, σε συνθήκες πιο ήρεμες είναι αλήθεια, για την πολιτική και κοινωνική μας περίσταση, μέσα στην οποία αναπτύσσεται κάθε φορά η κυβερνητική δράση, τον βαθμό της κατανόησης από το κοινωνικό σώμα των επιχειρούμενων αλλαγών, την ταχύτητα, την ανάγκη επίσπευσης ή επιβράδυνσης. Την επιμονή και την ανάγκη επεξήγησης περεταίρω, ίσως.
Το ασφαλιστικό έθετε με τρόπο παροξυστικό όλα τα σχετικά ζητήματα, τα ανακεφαλαίωνε με τρόπο καταλυτικό και πιεστικά απαιτητικό για ένα σωστό ζύγισμα της πολιτικής στιγμής, αφού ο σχετικός κοινωνικός αναβρασμός και η ένταση της αντίδρασης υπονόμευε την κυβερνητική λειτουργία στην διευθυντική ολότητά της, πέρα από το συγκεκριμένο αντικείμενο αντιπαράθεσης.
Συζητήσαμε τη συνθήκη, όπως την ημέρα εκείνη ως συνάντηση γεγονότων εξελισσόταν. Και τότε αναπόφευκτα όλα τα μεγάλα ζητήματα διακυβέρνησης εμφανίζονται μπροστά μας. Το ερώτημα που θέτει ο Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης καθαρό.
Και επειδή δεν βρισκόμαστε σε αίθουσα πανεπιστημιακή, όπου η σκέψη ελεύθερη μπορεί να πλανηθεί, άμεσα απαιτητικό: μπορεί μια Κυβέρνηση να προχωρήσει σε αποφάσεις που το κοινωνικό και πολιτικό σώμα δεν κατανοεί, δεν συμμερίζεται και δεν αποδέχεται; Μπορεί μια Κυβέρνηση να εναντιωθεί , επιμένοντας ακόμη και στην πιο ορθή απόφαση, αν και ένας περιορισμένος έστω βαθμός συνειδητοποίησης δεν καθιστά την απόφαση νοητή, δηλαδή στην διαδρομή εφαρμόσιμη; Μπορεί κανείς να εναντιωθεί στην άρνηση, όταν αυτή είναι έκφραση και αντανάκλαση μιας πολιτικής και κοινωνικής συνείδησης που έχει διαπαιδαγωγηθεί να κυνηγάει το εύκολο, να περιμένει από την κρατική εξουσία την διασφαλισμένη για πάντα παροχή ποικίλης προστασίας και αντίστοιχα να ενεργεί σε κάθε στιγμή που η φαντασία της αιωνιότητας των παροχών και των εγγυήσεων μοιάζει να κινδυνεύει;
Η συζήτηση θα πάρει υποχρεωτικά φιλοσοφικο πολιτικό δρόμο. Μπορεί η Κυβέρνηση, ως η σκεπτόμενη κεφαλή του κοινωνικού και πολιτικού σώματος, να αποσπασθεί από αυτό και να υπάρξει μόνη της χωρίς αναφορά και χωρίς σχέση με τα ζωτικά άλλα μέρη της; Μπορεί να αρνηθεί την άρνηση;
Η άρνηση είναι πάντα – στη συγκεκριμένη περίπτωση του ασφαλιστικού ιδανικά – η μη αποδοχή του καταναγκασμού της ίδιας της πραγματικότητας. Ο φόβος που αυτή γεννάει. Η μη αποδοχή των ορίων, των περιορισμένων πόρων εν προκειμένω, που υποχρεωτικά οδηγεί σε προσαρμογή και σε ανασύνταξη, σαν στράτευμα που θεωρεί μια υποχώρηση προϋπόθεση της ίδιας της ύπαρξής του.
Δεν μπορεί, θα είναι η κατάληξη της συζήτησης. Η διαδρομή με επίγνωση εμπεριέχει πάντα την δυνατότητα του κοινωνικού σώματος να αναδιπλωθεί, να δει τον εαυτό του με εμπιστοσύνη και να σταθεί με εμπιστοσύνη στους εκλεγμένους εκφραστές του, ώστε να μπορεί να διαβαίνει κάθε φορά τα δύσκολα περάσματα.
Μια Κυβέρνηση οφείλει να συμπορευθεί με αυτή την αναγκαιότητα, εργαζόμενη διαρκώς για τον περιορισμό της. Έτσι κινήθηκε εκείνη η συζήτηση. Η συνέχεια της υπόθεσης του ασφαλιστικού είναι σε όλους γνωστή.
(*) Ο Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας