Η Ελλάδα όμως γιορτάζει την έναρξη και υπάρχει λόγος

Γράφει ο Ηλίας Παναγιωτακάκος*

Στις 8 Μαΐου 1945 φτάνει στο τέλος του ο Β’ ΠΠ στην Ευρώπη. Είχε προηγηθεί η υπογραφή της άνευ όρων παράδοσης της Γερμανίας από τους εκπροσώπους της ναζιστικής Γερμανίας και του Άξονα, στη Ρεμς της Γαλλίας, στις 7 Μαΐου.

Βέβαια ο πόλεμος συνεχίστηκε μέχρι τον Αύγουστο, οπότε συνέβη το συγκλονιστικό συμβάν της ολοκληρωτικής καταστροφής δύο ιαπωνικών πόλεων (Χιροσίμα και Ναγκασάκι) με την ρίψη των δύο πρώτων ατομικών βομβών, συμβάν που ανάγκασε την Ιαπωνία να συνθηκολογήσει (2 Σεπτεμβρίου).

Στις 8 Μαΐου 1945, τα όπλα επιτέλους σίγησαν. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, που ξεκίνησε από το ναζιστικό Γερμανικό Ράιχ του Αδόλφου Χίτλερ το 1939, είχε τελειώσει με την άνευ όρων παράδοση της Βέρμαχτ.

Αυτή ιστορική στιγμή σήμανε το τέλος ενός αιματοβαμμένου και καταστροφικού πολέμου που ταλάνισε την Ευρώπη για σχεδόν έξι χρόνια. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στοίχισε τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους, έφερε γενοκτονίες, μαζική χρήση βίας, συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άφησε πλήγματα σε εθνοτικές ομάδες, κοινότητες και υποδομές ενώ άλλαξε τον ρου της ιστορίας διαμορφώνοντας τον κόσμο όπως τον ξέραμε μέχρι την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989.

Η 8η Μαΐου, ημέρα κατάληψης του Βερολίνου, έχει καθιερωθεί στην Ευρώπη ως ημέρα μνήμης της λήξης του Β΄ μεγάλου πολέμου του 20ού αιώνα.

Όμως στην χώρα μας δεν έχει ιδιαίτερο συμβολισμό και αυτή η επέτειος έχει υποβαθμισμένο χαρακτήρα.

Στην Ελλάδα δημιουργείται το παράδοξο να εορτάζεται η αρχή του πολέμου και όχι η λήξη του ή η απελευθέρωση της πρωτεύουσας όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Την απάντηση που δίνουν οι ιστορικοί είναι, ότι αμέσως μετά την απελευθέρωση ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά, η Βάρκιζα, ο ακήρυκτος και, τελικά, ο ίδιος ο εμφύλιος πόλεμος. Η χώρα δεν χάρηκε την απελευθέρωση, δεν ξημέρωσαν καλύτερες μέρες.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη, καθηγήτρια Νεώτερης Ιστορίας στο Πανεπιστήµιο Πελοποννήσου επισημαίνει ότι: «Ολες οι µεγάλες εθνικές επέτειοι στην Ελλάδα συνδέονται µε την έναρξη και όχι µε το αποτέλεσµα ενός αγώνα, µε την ικανότητα δηλαδή του έθνους να εξεγείρεται απέναντι στη σκλαβιά (25η Μαρτίου) ή τον φασισµό (28η Οκτωβρίου)» και συνεχίζει . «Και η ξεχασµένη επέτειος της 3ης Σεπτεµβρίου, που γιορταζόταν από το 1844 µέχρι το 1862, συνδεόταν µε την εξέγερση για το Σύνταγµα και όχι µε την ψήφισή του. Ακόµη και η 17η Νοέµβρη παραπέµπει σε αντίσταση και εξέγερση και όχι στην πτώση της χούντας».

Η 28η Οκτωβρίου 1940 καθιερώθηκε εξ αρχής εθιμικά από το λαό ως ημέρα αντίστασης και ομοψυχίας, ήδη από τις πορείες του κόσμου την 28η Οκτωβρίου του 1941 - 42 - 43. Αυτό έκανε την κυβέρνηση να ορίσει την 28η Οκτωβρίου 1940 ως εθνική επέτειο και όχι την 12η Οκτωβρίου (Αθήνα), ή την 18η Οκτωβρίου 1944, ημέρα που ο Γ. Παπανδρέου ύψωσε τη σημαία στην Ακρόπολη, ή την 30η Οκτωβρίου 1944 ( αποχώρηση των Ναζί από τη Θεσσαλονίκης ή στις 25 Νοεμβρίου 1942 (ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου από τις αντιστασιακές οργανώσεις ΕΔΕΣ και ΕΛΑΣ), κ.ά.

Τέλος δεν θα μπορούσαμε να έχουμε ως εθνική επέτειο την 9η Μαΐου 1945 μιας και εμείς ήμασταν ήδη εκτός ναζιστικής κατοχής, από τον Οκτώβριο του 1944, (πλην Δω/νήσου που ενσωματώθηκε πλήρως τον Μάρτιο του 1948), η δε Συμμαχική ημέρα Νίκης του Μαΐου κατά των ΝΑΖΙ είναι ευρύτερα Συμμαχική και όχι εθνική.

Η 28η Οκτωβρίου 1940 ημερομηνία που σηματοδοτούσε την έναρξη της Ελληνικής νίκης (επί του ιταλικού φασισμού). Μια νίκη, μάλιστα, που υπερέβαινε τα εθνικά όρια, καθώς εντασσόταν στο Πανευρωπαϊκό και Παγκόσμιο πλαίσιο του Αντιφασιστικού αγώνα. Μπορούσε να συμβολίζει καλύτερα τον αγώνα για λευτεριά, ανεξαρτησία και δημοκρατία.

Το «Όχι» του Ιωάννη Μεταξά («Alors, c’ est la guerre» για την ακρίβεια) στον Γκράτσι, τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου ήταν πάνδημο.

Ο Μεταξάς «είχε ευτυχήσει να διαγνώσει και να εκφράσει τη θέληση του έθνους», γράφει ο Άγγελος Τερζάκης.

Ακόμα και ο φυλακισμένος Νίκος Ζαχαριάδης έγραψε στις 31 Οκτωβρίου 1940 επιστολή (την πρώτη από τις τρεις) στην οποία ανέφερε: «Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει… Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη…».
Οι Έλληνες πέτυχαν μια αναπάντεχη, για πολλούς, νίκη επί των Ιταλών, την πρώτη σε βάρος δυνάμεων του, αήττητου ως τότε, Άξονα. Επίσης αντιστάθηκαν σθεναρά στη γερμανική εισβολή με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» των ναζί σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης. Σελίδες δόξας γράφτηκαν και σε άλλα πεδία, εκτός από τα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας. Τα οχυρά του Ρούπελ και η μάχη της Κρήτης είναι μόνο μερικές από αυτές. Δυστυχώς, η αρχαία πληγή-κατάρα της ελληνικής φυλής , η διχόνοια, «χτύπησε» στη συνέχεια.

Το «Όχι» από την άλλη τέθηκε υπό την «αιγίδα» του κράτους και της Ελληνικής Εκκλησίας, η οποία μάλιστα μετέφερε την εορτή της Αγίας Σκέπης από την 1η Οκτωβρίου στις 28 Οκτωβρίου, αποδίδοντας την ελληνική νίκη (και) στη συνδρομή της Θεοτόκου.

Μεταπολεμικά μάλιστα, η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου συνδυάστηκε και με τον εορτασμό απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου 1912.

Οι πολιτικές αλλαγές στο μεταπολιτευτικό σκηνικό της χώρας θα επιφέρουν αλλαγές στο αφήγημα καθώς θα αναγνωριστεί από το κράτος η Αντίσταση. Οι ηττημένοι του Εμφυλίου θα ενταχθούν σε αυτό και θα αναδειχθεί η συμβολή τους στην Αντίσταση. Όμως η ανάγκη για συμφιλίωση που επιτάσσουν οι πολιτικές αλλαγές που έχουν επέλθει στη χώρα οδηγούν στη στρατηγική της λήθης. Για τις εμπλεκόμενες στον Εμφύλιο παρατάξεις ήταν σημαντικό να αποστασιοποιηθούν από το διχαστικό παρελθόν.

Η ολοκλήρωσή του διαμόρφωσε το τοπίο μεταπολεμικά, αρχικά γεννώντας ελπίδες και προσδοκίες για έναν καινούργιο, πιο ειρηνικό κόσμο. Στη συνέχεια, όμως, οι προτεραιότητες και τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν επικρατήσει, κινήθηκαν σε αντίθετη κατεύθυνση. Ο πόλεμος μπορεί να είχε τελειώσει και ο κοινός στόχος της νίκης έναντι του Άξονα να είχε επιτευχθεί, ωστόσο τα νέα διλήμματα επηρέασαν καταλυτικά τις γεωπολιτικές ισορροπίες.
Εβδομήντα εννέα χρόνια μετά ο διπολικός κόσμος είναι πλέον παρελθόν και ένας νέος πολυπολικός κόσμος με νέους και παλιούς παίκτες στην παγκόσμια σκακιέρα που αναζητούν νέες ηγεμονικούς ρόλους και κυριαρχία στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.

Το ερώτημα όμως παραμένει οι διαρκείς αλλαγές και ανταγωνισμοί για κυριαρχία και νέες ζώνες επιρροής θα γίνει σε ειρηνικό περιβάλλον ελεγχόμενης ισορροπίας ή ο όλεθρος ενός νέου Παγκόσμιου Πολέμου θα βάλει σε δοκιμασία την ανθρωπότητα;

Η μνήμη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι διαιρεμένη και στην Ελλάδα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα τραυματικά γεγονότα των Δεκεμβριανών και του Εμφυλίου. Αντικείμενο μελέτης αυτής της εργασίας είναι ο τρόπος με τον οποίο έχουν επιδράσει τα συγκρουσιακά γεγονότα της δεκαετίας του 1940 στην εξέλιξη των εορτών μνήμης του πολέμου. Αμέσως μετά τη λήξη του θεωρήθηκε αναγκαία η θεσμοθέτηση μια επετείου η οποία θα προήγαγε την εθνική ενότητα και θα απέκλειε διχαστικά γεγονότα. Έτσι επιλέχθηκε η 28η Οκτωβρίου, η οποία ήδη είχε εορταστεί από το λαό κατά τα κατοχικά χρόνια. Κατά αυτόν τον τρόπο στην Ελλάδα δημιουργείται το παράδοξο να εορτάζεται η αρχή του πολέμου και όχι η λήξη του ή η απελευθέρωση της πρωτεύουσας όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι νικητές του Εμφυλίου είναι εκείνοι που διαμορφώνουν την επίσημη μνήμη κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και έτσι τίθενται στο περιθώριο εορτές όπως η 12η Οκτωβρίου – ημέρα της Απελευθέρωσης της Αθήνας – και η 8η Μαΐου – ημέρα λήξης του πολέμου στην Ευρώπη. Οι πολιτικές αλλαγές στο μεταπολιτευτικό σκηνικό της χώρας θα επιφέρουν αλλαγές στο αφήγημα καθώς θα αναγνωριστεί από το κράτος η Αντίσταση. Οι ηττημένοι του Εμφυλίου θα ενταχθούν σε αυτό και θα αναδειχθεί η συμβολή τους στην Αντίσταση. Όμως η ανάγκη για συμφιλίωση που επιτάσσουν οι πολιτικές αλλαγές που έχουν επέλθει στη χώρα οδηγούν στη στρατηγική της λήθης. Για τις εμπλεκόμενες στον Εμφύλιο παρατάξεις ήταν σημαντικό να αποστασιωποιηθούν από το διχαστικό παρελθόν και έτσι επιλέγουν την αποσιώπηση των γεγονότων. Οι πολιτικές αυτές δεν βοήθησαν στην επαναδιαπραγμάτευση του επετειακού χάρτη της χώρας.

Γιατί η Ελλάδα γιορτάζει την έναρξη κι όχι τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου;

Η 28η Οκτωβρίου 1940

καθιερώθηκε από την αρχή εθιμικά ως ημέρα αντίστασης και ομοψυχίας, ήδη από τις πορείες του κόσμου την 28η Οκτωβρίου του 1941 – 42 – 43.

Η απάντηση που δίνουν οι ιστορικοί είναι ότι αμέσως μετά την απελευθέρωση ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά, η Βάρκιζα, ο ακήρυκτος και, τελικά, ο ίδιος ο εμφύλιος πόλεμος. Η χώρα δεν χάρηκε την απελευθέρωση, δεν ξημέρωσαν καλύτερες μέρες…

Η ημερομηνία σηματοδοτούσε την έναρξη της ελληνικής νίκης (επί του ιταλικού φασισμού). Μια νίκη, μάλιστα, που υπερέβαινε τα εθνικά όρια, καθώς εντασσόταν στο πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλαίσιο του αντιφασιστικού αγώνα. Μπορούσε να συμβολίζει καλύτερα τον αγώνα για λευτεριά, ανεξαρτησία και δημοκρατία.

Μαζί μ’ αυτές έχουν δοθεί και δίδονται κατά καιρούς κι ορισμένες άλλες συμπληρωματικές απαντήσεις.

Όπως για παράδειγμα: Η νίκη επί του ιταλικού φασισμού ήταν «ελληνικό έργο» το 1940-41. Σε αντίθεση με τη συντριβή του ναζισμού το 1945, όπου η Ελλάδα δεν συμμετείχε άμεσα και στρατιωτικά.

«Ολες οι µεγάλες εθνικές επέτειοι στην Ελλάδα συνδέονται µε την έναρξη και όχι µε το αποτέλεσµα ενός αγώνα, µε την ικανότητα δηλαδή του έθνους να εξεγείρεται απέναντι στη σκλαβιά (25η Μαρτίου) ή τον φασισµό (28η Οκτωβρίου)», είπε η Χριστίνα Κουλούρη, καθηγήτρια Νεώτερης Ιστορίας στο Πανεπιστήµιο Πελοποννήσου. «Και η ξεχασµένη επέτειος της 3ης Σεπτεµβρίου, που γιορταζόταν από το 1844 µέχρι το 1862, συνδεόταν µε την εξέγερση για το Σύνταγµα και όχι µε την ψήφισή του. Ακόµη και η 17η Νοέµβρη παραπέµπει σε αντίσταση και εξέγερση και όχι στην πτώση της χούντας», είπε.

Οι εορτασμοί στα χρόνια της Κατοχής

Η πρώτη επέτειος του «Όχι» εορτάστηκε στις 28 Οκτωβρίου 1941, εν μέσω γερμανικής Κατοχής. Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών φοιτητές εκφώνησαν πατριωτικούς λόγους και διένειμαν προκηρύξεις. Ο, τότε, καθηγητής Κωνσταντίνος Τσάτσος αρνήθηκε να κάνει μάθημα και εκφώνησε με τη σειρά του λόγο. Αυτές τις ενέργειές του, τις πλήρωσε με την απόλυσή του. Μετά από κάλεσμα των αντιστασιακών οργανώσεων εκατοντάδες πολίτες συγκεντρώθηκαν στο Σύνταγμα. Ακολούθησαν συγκρούσεις με τις δυνάμεις Κατοχής. Τελικά κάποιοι κατέθεσαν στεφάνι στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, αφού πρώτα κατέστρεψαν αυτό που είχε καταθέσει ο πρωθυπουργός της πρώτης δωσίλογης κυβέρνησης Γεώργιος Τσολάκογλου.
Η ενέργεια αυτή σηματοδοτούσε, κατά κάποιον τρόπο, την έναρξη του αντιστασιακού αγώνα. Χαρακτηριστικό είναι το διάγγελμα της Κεντρικής Επιτροπής του πρωτοεμφανιζόμενου Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) στις 10 Οκτωβρίου 1941 προς τον ελληνικό λαό, στο οποίο οριζόταν η 28η Οκτωβρίου 1941 ως έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα.

Στις 28 Οκτωβρίου 1942 η επέτειος του «ΟΧΙ» εορτάστηκε ξανά στην Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις με πιο μαζικές και μαχητικές εκδηλώσεις, οι οποίες καθοδηγούνταν σε μεγάλο βαθμό από το ΕΑΜ. Όπως ανέφερε η παράνομη εφημερίδα «Δόξα» (αριθμός φύλλου 12, Νοέμβριος 1942), όργανο της αντιστασιακής οργάνωσης «Πανελλήνια Ένωση Αγωνιζόμενων Νέων»: «Κι οι χιλιάδες των Ελλήνων… ξαναζωντάνεψαν στη μνήμη μας την υπέροχη εικόνα που παρουσίαζε η Αθήνα στις 28 Οκτωβρίου 1940».

Γιατί «αντέχει» η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου;

Το «Όχι» του Ιωάννη Μεταξά («Alors, c’ est la guerre» για την ακρίβεια) στον Γκράτσι, τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου ήταν πάνδημο. Ο Μεταξάς «είχε ευτυχήσει να διαγνώσει και να εκφράσει τη θέληση του έθνους», γράφει ο Άγγελος Τερζάκης. Ακόμα και ο φυλακισμένος Νίκος Ζαχαριάδης έγραψε στις 31 Οκτωβρίου 1940 επιστολή (την πρώτη από τις τρεις) στην οποία ανέφερε: «Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει… Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη…».

Οι Έλληνες πέτυχαν μια αναπάντεχη, για πολλούς, νίκη επί των Ιταλών, την πρώτη σε βάρος δυνάμεων του, αήττητου ως τότε, Άξονα. Επίσης αντιστάθηκαν σθεναρά στη γερμανική εισβολή με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» των ναζί σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης. Σελίδες δόξας γράφτηκαν και σε άλλα πεδία, εκτός από τα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας. Τα οχυρά του Ρούπελ και η μάχη της Κρήτης είναι μόνο μερικές από αυτές. Δυστυχώς, η αρχαία πληγή-κατάρα της ελληνικής φυλής , η διχόνοια, «χτύπησε» στη συνέχεια.

Το «Όχι» από την άλλη τέθηκε υπό την «αιγίδα» του κράτους και της Ελληνικής Εκκλησίας, η οποία μάλιστα μετέφερε την εορτή της Αγίας Σκέπης από την 1η Οκτωβρίου στις 28 Οκτωβρίου, αποδίδοντας την ελληνική νίκη (και) στη συνδρομή της Θεοτόκου. Μεταπολεμικά μάλιστα, η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου συνδυάστηκε και με τον εορτασμό απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου 1912. Και όπως εύστοχα γράφει για την 28η Οκτωβρίου ο Νίκος Γιαννόπουλος: «Η πραγματική της δυναμική ωστόσο κρύβεται στις διαφορετικές νοηματοδοτήσεις που λαμβάνει από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Το ΟΧΙ επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες γι’ αυτό και δεν αμφισβητείται ουσιαστικά από κανέναν. Άλλωστε κάθε 28η Οκτωβρίου η διαμάχη εξαντλείται στο ποιος είπε, ουσιαστικά το ΟΧΙ, ο Μεταξάς ή ο λαός. Ίσως τελικά αυτή η «ευρυχωρία» της 28ης Οκτωβρίου να ρίχνει βαριά τη σκιά της σε κάθε άλλη επέτειο».

Κάπως έτσι και σαν ένα ακόμη έθιμο, βλέπουμε την παραδοξότητα να απλώνει τα δίχτυα της πάνω από την εθνική μας εορτή. Για την ιστορία, η απελευθερώση της Ελλάδας έγινε στις 12/10/1944.

(*) Τακτικός αρθρογράφος του notospress

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr