ΕΛΛΑΔΑ. Ο Απόστολος (Λάκης) Σάντας, με καταγωγή από τη Λευκάδα, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1922 στη Πάτρα, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως δημόσιος υπάλληλος. Το 1934 η οικογένεια Σάντα εγκαθίσταται στην Αθήνα, όπου ο Λάκης Σάντας θα ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές το 1940. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία θα αποφοιτήσει μετά την Κατοχή.

Τη νύχτα της 30ής Μαΐου 1941 κατεβάζει, μαζί με το φίλο του Μανόλη Γλέζο, τη χιτλερική σημαία από το βράχο της Ακρόπολης. Το 1942, κυνηγημένος από τους Γερμανούς, εντάσσεται στο ΕΑΜ και στη συνέχεια στην ΕΠΟΝ. Με τον ΕΛΑΣ θα πάρει μέρος σε αρκετές μάχες εναντίον των κατακτητών στην Αιτωλοακαρνανία, στη Φθιώτιδα και την Αττικοβοιωτία και θα τραυματισθεί το 1944.

Μετά την απελευθέρωση θα κυνηγηθεί για τα αριστερά του φρονήματα από το επίσημο κράτος. Το 1946 εξορίζεται στην Ικαρία και τον επόμενο χρόνο, ενώ υπηρετεί τη θητεία του στο Ναυτικό, φυλακίζεται στην Ψυττάλεια, απ’ όπου το 1948 στέλνεται στη Μακρόνησο. Αποφυλακίζεται το 1950 και διαφεύγει στην Ιταλία. Τελικά, θα εγκατασταθεί στον Καναδά, όπου θα ζητήσει πολιτικό άσυλο.

Το 1963 επέστρεψε στην Ελλάδα, με προτροπή του πατέρα του, αλλά συνελήφθη και πάλι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Μέχρι τη συνταξιοδότησή του έκανε διάφορες δουλειές για να συμπληρώσει τα απαραίτητα ένσημα.

Τον Σεπτέμβριο του 2010 εκδόθηκε το βιβλίο του «Μια νύχτα στην Ακρόπολη: Μνήμες από μία σπουδαία εποχή» («Βιβλιόραμα»), στο οποίο εκφράζει τις σκέψεις του για εκείνη τη νύχτα που καθόρισε την υπόλοιπη ζωή του. Πάντοτε ιδεολόγος και σεμνός, έλεγε: «Δεν κυνηγάω ποτέ τη δημοσιότητα, γιατί θεωρώ ότι έχει εξευτελιστεί το ζήτημα πάρα πολύ. Την αντίσταση δεν την κάναμε μόνο εμείς, έχουν σκοτωθεί χιλιάδες παλικάρια, γυναίκες και άνδρες».

Με την πολιτική δεν ασχολήθηκε, όπως ο φίλος του Μανώλης Γλέζος, γιατί δεν ήταν του χαρακτήρα του. «Δεν μ’αρέσει η πολιτική. Εδώ στην Ελλάδα, εγώ τους πολιτικούς τους αποκαλώ πολιτικάντηδες. Δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί τους. Ειδικά μετά την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας που έλεγε πως μου αφαιρούν στην ουσία το δικαίωμα να λέω ότι αγωνίστηκα για τον ελληνικό λαό.

Όταν δε διάβασα το κατάπτυστο έγγραφο που είχαν υπογράψει δικοί μας αρχηγοί του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, που αγωνίστηκαν εναντίον των καταπατητών για ειρήνη, είπα ότι δεν είναι δυνατόν να υπέγραψαν αυτό το έγγραφο» είπε σε μία συνέντευξή του. Ξεχώριζε, πάντως, τον Μανώλη Γλέζο, για τον οποίο έλεγε ότι είναι ένας άνθρωπος και πολιτικός με αρχές και ιδεώδη. Ο Λάκης Σάντας πέθανε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2011, σε ηλικία 89 ετών.

Σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «Ναυτεμπορική» στις 30 Μαΐου 2011 είχε πει μεταξύ άλλων:

«Όπως έχω πει πολλές φορές, θεωρώ ότι όλοι εμείς κάναμε το καθήκον μας, δηλαδή μπορεί αυτά που κάναμε να ήταν ηρωικά, και μπορεί να είμαστε άνθρωποι με μεγάλη τόλμη και με φωτιά μέσα μας, αλλά κάναμε κάτι που έκανε και ολόκληρος ο ελληνικός λαός. Την ίδια εποχή των ελληνικών επιτυχιών κατά του άξονα η υπόλοιπη Ευρώπη ήταν κατακτημένη, παραδομένη και τρομοκρατημένη από τον αήττητο γερμανικό στρατό.

Και κανείς αναρωτιέται, μα είναι δυνατόν να μην έριξαν ούτε μια ντουφεκιά; Η Δανία έπεσε σε 7 ημέρες, η Ολλανδία σε 12, η Νορβηγία σε 10, η Γαλλία που είχε το μεγαλύτερο στρατό, ενισχυμένο και με 350.000 Άγγλους στρατιώτες πλήρως εξοπλισμένους συνθηκολόγησε σε 40 μέρες. Οι Έλληνες πολεμούσαν τους Ιταλούς επί 7 μήνες και είχαν πάρει και τη μισή Αλβανία… Αυτό το αναγνώρισαν όλοι. Μοναδικό φαινόμενο αυθόρμητου ηρωισμού.

Έπρεπε να είμαστε ο επιούσιος λαός. Βλέπεις όμως ότι εδώ, ενώ υπάρχουν, δεν εφαρμόζονται οι νόμοι. Κλέβει ο άλλος. Βάλε τον φυλακή, να το μάθουν και οι άλλοι. Και γι’ αυτό φταίνε οι ηγέτες. Δεν υπάρχουνε ηγέτες. Είμαστε μια θαυμάσια χώρα. Έχουμε τον ήλιο, έχουμε τη θάλασσα, τον χαμογελαστό και φιλόξενο κόσμο, που έχει καλοσύνη μέσα του, που έχει μάθει να διασκεδάζει, που γελάει, που βοηθάει όλον τον κόσμο, αλλά και που είναι ψεύτης και έχει κι άλλα πολλά ελαττώματα.

Σημειωτέον ότι η χώρα μας – αν την αφήσουν – είναι και αυτάρκης. Έχει απ’ όλα. Δεν έχει μόνο βαριά βιομηχανία. Δεν έχει όμως ηγέτες. Από κει ξεκινάει το κακό. Κι όπως λέει ο λαός, το ψάρι βρομάει από το κεφάλι. Όμως εμείς οι βετεράνοι έχουμε να πούμε τούτο: Έλληνες, να είστε υπερήφανοι και περιμένουμε από τους νέους μας να σηκώσουν και πάλι την ελληνική σημαία.»

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις